Τίτλος Δημοσίευσης

Το Διαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης

Συγγραφέας

Αθανασία Π. Συκιώτου

Δημοσιευμένη έρευνα

Δημοσιευμένη στις Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 2009, σσ.235

Περίληψη

Η παρούσα μονογραφία εξετάζει για πρώτη φορά υπό το πρίσμα της Θυματολογίας και της Αντεγκληματικής πολιτικής το ζήτημα της θυματοποίησης του ατόμου μέσω της χρήσης του Διαδικτύου εστιάζοντας στις συνέπειες που μπορεί να έχει το έγκλημα που  τελείται μ’αυτό το μέσο για το θύμα. Για τον σκοπό αυτό μελετώνται διαδικτυακά εγκλήματα δηλ. εγκλήματα που διαπράττονται μέσω Διαδικτύου (είτε χρησιμοποιούν η/υ είτε άλλο μέσο τεχνολογίας π.χ. κινητή τηλεφωνία), είτε εγκλήματα που προσβάλλουν δεδομένα ή αρχεία με εισβολή σε η/υ, είτε ακόμη εγκλήματα που χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για τη διακίνηση ποικίλου υλικού, ή τέλος  εγκλήματα που χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για την τέλεση ενός παραδοσιακού εγκλήματος.

Η μονογραφία διαρθρώνεται σε δύο μέρη, όπου το πρώτο μέρος διαχωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια και το δεύτερο σε τρία. Κάθε κεφάλαιο με τη σειρά του διαχωρίζεται σε αντίστοιχες ενότητες και υποενότητες.

Η μονογραφία ξεκινά με τη διαπίστωση ότι το έγκλημα στο Διαδίκτυο αποκτά λόγω του παγκόσμιου χαρακτήρα της πληροφορίας  -και εξ αυτού του λόγου παγκοσμιότητα- και δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις για το υπάρχον μοντέλο της επιβολής του νόμου, αλλά συγχρόνως και της διασφάλισης των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Το Διαδίκτυο είναι ένα μέσο που προσφέρει πολύ περισσότερα οφέλη στους δράστες απ’ό,τι τα παραδοσιακά μέσα και το οποίο διευκολύνει κατ’εξοχήν τις οργανωμένες εγκληματικές οργανώσεις που δρουν σε διακρατικό επίπεδο, δεδομένου ότι διαθέτει τα εξής χαρακτηριστικά: είναι ταχύτατο, εύκολο στη διάπραξή του, αφήνει μόνο ψηφιακά ίχνη, διευκολύνει την εκτεταμένη συνέργια χωρίς αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας των δραστών και επιπλέον, δεν απαιτούνται ιδιαίτερες σωματικές δυνάμεις για τη διάπραξή του, αφού δίνει τη δυνατότητα  στον/ους δράστη/ες, χωρίς να μετακινηθεί/ούν από τη θέση του/ς, να επιφέρει/ουν τα εγκληματικά του/ς αποτελέσματα ευρισκόμενος/οι ταυτοχρόνως σε διαφορετικούς τόπους εύκολα, γρήγορα και ανέξοδα, πλήττοντας μάλιστα την ίδια στιγμή αδιευκρίνιστο αριθμό προσώπων.

Στην εισαγωγή αποσαφηνίζονται οι όροι ηλεκτρονικού και πληροφορικού εγκλήματος και τονίζεται ότι σε καμια περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για «κατάχρηση» του Διαδικτύου όταν τελείται μέσω αυτού ένα έγκλημα, αφού δεν φταίει το μέσο για τη συγκεκριμένη χρήση.

Η πληροφορική σε σχέση με το έγκλημα μπορεί να συνδέεται ως εξής:

  • Υπάρχουν εγκλήματα που διαπράττονται τόσο σε κοινό όσο και σε ηλεκτρονικό περιβάλλον
  • Εγκλήματα που διαπράττονται μόνο σε περιβάλλον ηλεκτρονικών υπολογιστών χωρίς να υπάρχει σύνδεση στο Διαδίκτυο (π.χ. αντιγραφή προγράμματος σε δισκέττα) και
  • Εγκλήματα που διαπράττονται αποκλειστικώς στο Διαδίκτυο (γνήσια εγκλήματα του κυβερνοχώρου – cyber-crimes).

Με τον όρο «ηλεκτρονικό έγκλημα» ή «έγκλημα τελούμενο με η/υ» εννοούνται, με ευρεία έννοια: όλες οι αξιόποινες πράξεις που τελούνται με τη χρήση ενός συστήματος ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων και όπου ο υπολογιστής μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βοηθητικό μέσο και με στενή: τα εγκλήματα για την τέλεση των οποίων ο υπολογιστής αποτελεί κύριο μέσο τέλεσης είτε τελούνται στο Διαδίκτυο είτε όχι. Ενώ με τον όρο «διαδικτυακό έγκλημα» εννοείται το έγκλημα που διαπράττεται σε περιβάλλον Διαδικτύου, και τότε πρόκειται για έγκλημα σχετιζόμενο με τον κυβερνοχώρο ή για έγκλημα που διαπράττεται στον κυβερνοχώρο ή για έγκλημα που διαπράττεται με τη βοήθεια του κυβερνοχώρου.

Αντίστοιχα, διακρίνονται:

    • Τα εγκλήματα που στρέφονται κατά ηλεκτρονικού υπολογιστή  όπως:
  1. Διάρρηξη ασφάλειας πληροφοριών με παράνομη διείσδυση σε δεδομένα (hacking, cracking) που μπορούν ακόμη να επηρεάσουν και την εθνική ασφάλεια της χώρας
  2. Καταστροφικές πράξεις σε ηλεκτρονικά αρχεία με διείσδυση π.χ. ιών.
    • Τα εγκλήματα που προσβάλλουν το απόρρητο και τη διαθεσιμότητα των δεδομένων και των συστημάτων ή την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής όπως:
  1. Υποκλοπές, παραβίαση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αποστολή ανεπιθύμητης αλληλογραφίας
  2. Τα εγκλήματα σχετικά με την προσβολή των πνευματικών δικαιωμάτων (copyright, κ.λπ.)
  • Εγκλήματα που προσβάλλουν παραδοσιακά έννομα αγαθά, αλλά που απαιτούν ιδιαίτερη τυποποίηση για την καταστολή τους όπως διάρρηξη οικονομικών στοιχείων με σκοπό π.χ. την τέλεση οικονομικών εγκλημάτων: απάτη, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος κ.λπ.
  • Εγκλήματα που χρησιμοποιούν τα συστήματα πληροφορικής για διακίνηση υλικού, όπως:
  1. Αποστολή υβριστικών ή συκοφαντικών μηνυμάτων,
  2. Διακίνηση πορνογραφικού υλικού ή
  • Υλικού Προπαγάνδας μίσους για υποκίνηση φυλετικών διακρίσεων.
  • Τα εγκλήματα που χρησιμοποιούν τον Η/Υ ως μέσο για την τέλεση  εγκλημάτων κοινού ποινικού δικαίου όπως:
  1. i. Παράσυρση θυμάτων εμπορίας ανθρώπων με σκοπό κυρίως τη

σεξουαλική ή εργασιακή εκμετάλλευση,

  1. ii. Διακίνηση ναρκωτικών,

iii.Τέλεση τρομοκρατικών ενεργειών.

Ωστόσο τονίζεται ότι οποιοδήποτε έγκλημα μπορεί πλέον να τελεστεί και μέσω Διαδικτύου.

Η μονογραφία περιστρέφεται γύρω από τις εξής επισημάνσεις:

  1. Το Διαδίκτυο αποτελεί ένα νέο μέσο θυματοποίησης
  2. Για τη μέτρηση της συμβολής του Διαδικτύου στη θυματοποίηση και της έκτασής της σ’ένα τόπο θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σωρευτικώς οι ακόλουθοι παράγοντες:
  1. η δομή του συστήματος επικοινωνιών σε μια χώρα,
  2. η συχνότητα χρήσης του Διαδικτύου από τα ενδεχόμενα θύματα, αλλά και
  • το είδος χρήσης του Διαδικτύου από αυτά
  1. Το θύμα μπορεί να συμβάλει στη θυματοποίησή του είτε λόγω άγνοιας είτε συνειδητά
  2. Η δίωξη προσκόπτει σε πολλά προβλήματα και
  3. Η προληπτική και κατασταλτική χρήση του Διαδικτύου από τις αρχές μπορεί να επιφέρει συρρίκνωση των ατομικών ελευθεριών.

Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο αφενός στη συμβολή του Διαδικτύου στη θυματοποίηση με τις δυνατότητες που προσφέρει στους δράστες, και αφετέρου στη μελέτη των διαφόρων τύπων χρηστών, όπως και ορισμένων χαρακτηριστικών κατηγοριών διαδικτυακών εγκλημάτων, καθώς και στους παράγοντες που συμβάλλουν ή αναστέλλουν τη θυματοποίηση μέσω Διαδικτύου.

Το πρώτο κεφάλαιο κρίνεται σκόπιμο να αφιερωθεί στην εξέταση των δυνατοτήτων που προσφέρει το Διαδίκτυο για θετική και αρνητική χρήση και ιδιαίτερα για να εξοικειωθεί ο αναγνώστης με έννοιες όπως: το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ο παγκόσμιος Ιστός, η  μεταφορά αρχείων, η σύνδεση με απομακρυσμένο η/υ, η αναμεταδιδόμενη συζήτηση, οι  ομάδες συζήτησης (news groups) και οι πίνακες ανακοινώσεων. Τα παραπάνω μέσα που προσφέρονται για την ταχύτερη μεταφορά πληροφοριών, μπορούν ωστόσο να γίνουν αντικείμενο χρήσης και για εγκληματικούς σκοπούς.

Στο δεύτερο κεφάλαιο διακρίνονται τρεις τύποι χρηστών του Διαδικτύου: α) οι δράστες, όπου σε τρεις ιδιαίτερες ενότητες αναπτύσσονται οι μέθοδοι που αυτοί χρησιμοποιούν για να παρασύρουν και να παγιδεύσουν αντίστοιχα τα θύματά τους και να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, β) τα εν δυνάμει θύματα, που διακρίνονται σ’αυτά που είναι εντελώς αθώα και σ’αυτά που συμβάλλουν στη θυματοποίησή τους και γ) μια ιδιαίτερη κατηγορία χρηστών: τα άτομα που αναζητούν υπηρεσίες που προσφέρουν τα θύματα, χαρακτηριστική περίπτωση του πελάτη στη σωματεμπορία.

Στο τρίτο κεφάλαιο αναπτύσσονται ενδεικτικώς τρεις κατηγορίες διαδικτυακών εγκλημάτων σε τρεις υποενότητες: α) τα εγκλήματα που στρέφονται κατά της ιδιωτικής ζωής και που προκαλούν κακόβουλες  εισβολές  σε  δίκτυα   ή αποστέλλουν ανεπιθύμητη αλληλογραφία (spams), β) τα εγκλήματα που χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για διακίνηση υλικού, όπου ενδεικτικά αναπτύσσονται οι περιπτώσεις της αποστολής υβριστικών, συκοφαντικών ή εκβιαστικών μηνυμάτων και της διακίνησης υλικού προπαγάνδας μίσους για υποκίνηση φυλετικών διακρίσεων ή εξτρεμιστικής προπαγάνδας και γ) τα εγκλήματα κοινού ποινικού δικαίου που χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο ως μέσο τέλεσης με τα ιδιαίτερα παραδείγματα της παράσυρσης θυμάτων εμπορίας ανθρώπων και της τέλεσης τρομοκρατικών ενεργειών.

Στο κεφάλαιο αυτό παρατηρείται ότι μερικά εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου ενδέχεται να έχουν πολύ σοβαρότερες συνέπειες για το θύμα όταν αυτά τελούνται με τη χρήση του Διαδικτύου παρά με τα παραδοσιακά μέσα και τούτο γιατί ο δράστης που χρησιμοποιεί το Διαδίκτυο για να παρασύρει ανύποπτα θύματα μπορεί να επιφέρει τα εγκληματικά του αποτελέσματα σε παγκόσμια κλίμακα, ενεργώντας ταυτόχρονα σε διαφορετικούς τόπους και πλήττοντας την ίδια στιγμή ένα απροσδιόριστο αριθμό θυμάτων. Έτσι, ο δράστης χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση του μοιάζει σα να πατά ένα κουμπί και να ρίχνει μια βόμβα που μπορεί να σκοτώσει ταυτόχρονα χιλιάδες ανθρώπους.

Εξάλλου, στη μονογραφία τονίζεται ότι η χρήση του Διαδικτύου έχει μεταλλάξει τις σχέσεις θύματος-δράστη με την έννοια ότι, επειδή συχνά το θύμα δεν γνωρίζει τον δράστη, δεν υπάρχει πια και η παραδοσιακή αντιπαράθεση δράστη-θύματος και κατά συνέπεια αφενός η θυματοποίηση σε μερικά εγκλήματα είναι πιο «ύπουλη», αφού ο δράστης είναι αόρατος και αφετέρου το θύμα δεν μπορεί να βοηθήσει άμεσα τις διωκτικές αρχές με περιγραφή υπόπτου, κ.λπ.

Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου μέρους εξετάζονται οι παράγοντες που συμβάλλουν ή αναστέλλουν τη θυματοποίηση μέσω Διαδικτύου. Κατά τη συγγραφέα υποστηρίζεται ότι οι κύριοι παράγοντες είναι: η δομή των τηλεπικοινωνιών σε μια χώρα, η συχνότητα και το είδος χρήσης του Διαδικτύου, αλλά και οι  πολιτισμικές διαφορές που ενδέχεται να διαφοροποιούν το είδος χρήσης του Διαδικτύου έτσι ώστε  να κάνουν το Διαδίκτυο περισσότερο ή λιγότερο προσφιλές από χώρα σε χώρα.

Επίσης, υποστηρίζεται ότι δεν μπορούμε να υπολογίσουμε ακριβώς τη συμβολή του Διαδικτύου στη θυματοποίηση εάν δεν λάβουμε υπόψη μας και την ενδεχόμενη ύπαρξη ή όχι προληπτικών μέτρων που λαμβάνει το ίδιο το άτομο ή/και τα θεσμικά όργανα για να αποτρέψουν τη θυματοποίηση ή/και την επαναθυματοποίησή του μέσω Διαδικτύου. Αυτοί οι παράγοντες μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στη μέτρηση της θυματοποίησης, έτσι ώστε αν δεν τους λάβουμε υπόψη μας ενδέχεται να προκύψει ανακριβής εικόνα. Δεν πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε ότι η διαθεσιμότητα όσον αφορά στον εξοπλισμό και στις υποδομές διαφέρει μεταξύ των κρατών, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Ωστόσο, δεν θα έπρεπε να υποτιμούμε την ταχύτητα με την οποία το Διαδίκτυο αυξάνεται. Χαρακτηριστικό είναι ότι χώρες που μέχρι χτες δεν είχαν υποδομή στις τηλεπικοινωνίες μέσα σε λίγα μόλις χρόνια ανταγωνίζονται τις προηγμένες. Το γεγονός ότι η χρήση του Διαδικτύου αυξάνει με μεγάλη ταχύτητα εξηγείται και από τα κρούσματα ορισμένων διαδικτυακά τελούμενων εγκλημάτων όπως της πορνογραφίας ανηλίκων.

Το δεύτερο μέρος της μονογραφίας αφορά στην αντιμετώπιση της τελούμενης μέσω Διαδικτύου εγκληματικότητας και εδώ εξετάζεται το θέμα από πλευράς Αντεγκληματικής Πολιτικής.

Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζονται τα νομοθετικά μέτρα σε υπερεθνικό και εθνικό επίπεδο σε δύο αντίστοιχες ενότητες. Η ανάπτυξη της διαδικτυακής εγκληματικότητας οδήγησε στην ανάγκη δημιουργίας νέων τυποποιήσεων για την αντιμετώπιση των νέων εγκληματικών συμπεριφορών. Τα προστατευόμενα αγαθά, όπως η ανηλικότητα, η ιδιωτική ζωή, η πληροφοριακή αυτοδιάθεση του ατόμου δεν θα μπορούσαν να προστατευθούν χωρίς ποινικές διατάξεις. Δεδομένης της παγκοσμιότητας της πληροφορίας, ταυτόχρονα ανέκυψε και η ανάγκη σύγκλισης των ποινικών συστημάτων των χωρών, ώστε να υπάρξει ομοιόμορφη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των νέων εγκλημάτων. Ωστόσο, μόνη η οριζόντια δράση που επιτυγχάνεται σε επίπεδο συμβάσεων και συνεργασίας των κρατών δεν είναι αρκετή, αφού τα κείμενα εξαρτώνται αφενός από τη βούληση του νομοθέτη και αφετέρου από ύπαρξη οικονομικών μέσων για να εφαρμοστούν.

Το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει το Διαδίκτυο είναι χαώδες, δεδομένου ότι πρόκειται για αντικείμενο που εξελίσσεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μάλιστα σε πεδία που εκ των προτέρων δεν ήταν ούτε γνωστά, ούτε ελέγξιμα. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας των διατάξεων είναι τόσο ορατός, ώστε δίνεται η εντύπωση ότι η θέσπιση νομοθετικών περιορισμών στο Διαδίκτυο είναι μάλλον συγκυριακή.

Από τα νομοθετικά μέτρα σε υπερεθνικό επίπεδο εξετάζονται ιδιαίτερα τα μέτρα που έχουν ληφθεί σε επίπεδο Συμβουλίου της Ευρώπης, κυρίως η Σύμβαση της Βουδαπέστης για το κυβερνοέγκλημα. Στην ενότητα αυτή τονίζεται ότι το κείμενο της Σύμβασης αποτελεί μεν μια σημαντική προσπάθεια για την καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, ωστόσο παραμένει ανεφάρμοστη, αφού, σήμερα, οκτώ χρόνια μετά την υιοθέτησή της, λιγότερα από τα μισά Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης την έχουν κυρώσει. Εξάλλου, δεν παύει να είναι ένα περιφερειακό κείμενο, και επιπλέον, μεταξύ των χωρών που την έχουν κυρώσει αριθμούνται κράτη που δεν έχουν τεχνολογική υποδομή και αντίστοιχη διείσδυση στο Διαδίκτυο, όπως η Αλβανία, η Κροατία, η Βοζνία-Ερζεγοβίνη και η ΠΓΔΜ. Περαιτέρω, αφήνει πολλά περιθώρια στον κάθε εθνικό νομοθέτη –όπως οι περισσότερες συμβάσεις άλλωστε– με συνέπεια στην πράξη να προκύπτουν πολλά προβλήματα σχετικά με τον χαρακτηρισμό των πράξεων από διαφορετικούς ορισμούς, αλλά και θέματα δικαιοδοσίας. Στη συνέχεια εξετάζονται οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της Ε.Ε. για την καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο και αναφέρονται οι διάφορες Οδηγίες, Αποφάσεις και Αποφάσεις-πλαίσια της Ε.Ε. για τη ρύθμιση της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, καθώς  και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Ιδιαίτερα σχολιάζονται οι Οδηγίες που υιοθετήθηκαν σε σχέση με την ευθύνη των παρόχων για τη διατήρηση των δεδομένων. Το ζήτημα έχει μεγάλη σημασία γιατί, δεδομένου ότι ο δράστης δεν είναι φυσικά παρών στο τόπο επέλευσης των αποτελεσμάτων της εγκληματικής του ενέργειας, δεν μπορούν κατά συνέπεια να αναζητηθούν πραγματικά ίχνη, ενώ τα ψηφιακά ίχνη είναι ο μοναδικός τρόπος για να διερευνηθεί το έγκλημα. Σε επίπεδο εθνικού νομοθετικού πλαισίου εξετάζονται αφενός οι ρυθμίσεις του Ποινικού Κώδικα και αφετέρου οι ειδικοί νόμοι που ρυθμίζουν θέματα του Διαδικτύου και αφορούν ιδιαίτερα στην ευθύνη των παρόχων υπηρεσιών Διαδικτύου για πράξεις χρηστών τους, καθώς και στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και του απορρήτου των προσωπικών δεδομένων.

Από την εξέταση του εθνικού και υπερεθνικού νομοθετικού πλαισίου συμπεραίνεται ότι κανένα από τα κείμενα σε υπερεθνικό ή εθνικό επίπεδο δεν έχει λάβει την πρόνοια να συμπεριλάβει διατάξεις για τα θύματα εγκλημάτων που σχετίζονται με το Διαδίκτυο και αυτό δείχνει πόσο υποτιμάται η σημασία των εγκλημάτων που τελούνται με αυτό το μέσο. Έτσι, ο αγώνας γίνεται ακόμη πιο άνισος μεταξύ θύματος και δράστη. Πουθενά επίσης, δεν φαίνεται ο νομοθέτης να καθιστά επιβαρυντική περίσταση τη χρήση του Διαδικτύου για την τέλεση εγκλημάτων. Ωστόσο, η συγγραφέας πιστεύει ότι απαιτείται κάτι τέτοιο,  δεδομένου ότι το Διαδίκτυο επιτρέπει στον δράστη την ταχύτατη διασκόρπιση του εγκληματικού του αποτελέσματος σε πολλούς τόπους και τη ταυτόχρονη δημιουργία αδιευκρίνιστου αριθμού θυμάτων, δίνοντας του μάλιστα τη δυνατότητα να ενεργήσει έτσι χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση του.

Στο δεύτερο κεφάλαιο του δευτέρου μέρους εξετάζονται τα τεχνικά μέτρα για την αντιμετώπιση της διαδικτυακής εγκληματικότητας σε υπερεθνικό και εθνικό επίπεδα.

Σε υπερεθνικό επίπεδο εξετάζονται ενδεικτικώς τα προληπτικά και κατασταλτικά τεχνικά μέτρα για την παιδική πορνογραφία, καθώς και τα διάφορα τεχνικά μέσα κατά της ηλεκτρονικής διείσδυσης και ανεπιθύμητης αλληλογραφίας. Σε εθνικό επίπεδο, διακρίνονται τα τεχνικά μέσα που συνδράμουν σε επίπεδο καταστολής για τον εντοπισμό των δραστών ή που δίνουν τη δυνατότητα στα θύματα να καταγγείλουν άμεσα εγκληματικές ενέργειες και τα τεχνικά μέσα που δρουν ταυτόχρονα τόσο σε επίπεδο πρόληψης όσο και καταστολής.

Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο του δευτέρου μέρους, εξετάζονται η  προληπτική και κατασταλτική χρήση του Διαδικτύου σε σχέση με τη συρρίκνωση των ατομικών ελευθεριών.

Η συγγραφέας στο κεφάλαιο αυτό διακρίνει: α) τη χρήση του Διαδικτύου από όργανα καταστολής του εγκλήματος  στο πλαίσιο συγκεκριμένης κατασταλτικής δράσης για τη δίωξη συγκεκριμένου εγκλήματος με σκοπό τη σύλληψη του δράστη και την προστασία του θύματος από μελλοντική θυματοποίηση ή επαναθυματοποίησή του και β) τη χρήση του Διαδικτύου από οποιαδήποτε όργανα ελέγχου αφενός είτε κρατικά θεσμοθετημένα για την προληπτικό έλεγχο του εγκλήματος, είτε ιδιωτικά, που ενεργούν για λογαριασμό κρατικών φορέων ακόμη και στρατιωτικών και αφετέρου είτε εθνικά, είτε υπερεθνικά, π.χ. SIS (όπου κάποια από τα όργανα αυτά ενδέχεται να δρουν και άτυπα), με σκοπό την προληπτική αποτροπή μελλοντικής (και συχνά αόριστης) εγκληματικής απειλής. Στο πλαίσιο της δεύτερης χρήσης του Διαδικτύου (από οποιαδήποτε όργανα ελέγχου με σκοπό την προληπτική αποτροπή μελλοντικής εγκληματικής απειλής) η συγγραφέας επισημαίνει ότι εμφιλοχωρεί και ο κίνδυνος «φακελώματος» όλων των πολιτών και  συρρίκνωσης των ατομικών ελευθεριών τους με πρόσχημα την πιθανή τέλεση σοβαρού εγκλήματος, ιδίως τρομοκρατικών απειλών. Σ’αυτή τη δεύτερη περίπτωση η συγγραφέας θεωρεί ότι γίνεται ταυτόχρονη παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας προσωπικών δεδομένων. Ο προληπτικός έλεγχος του Διαδικτύου μπορεί να έχει και την έννοια της μείωσης της επικοινωνίας. Ωστόσο, ενώ η εκ των προτέρων μείωση της επικοινωνίας στο Διαδίκτυο με εισαγωγή ειδικών φίλτρων δεν επεμβαίνει στην «ιδιωτικότητα» (π.χ. φίλτρα για αποφυγή αποστολής spams, ιών, επικοινωνίας με ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου), αλλά αντίθετα την προστατεύει, ο προληπτικός έλεγχος με στόχο τον εντοπισμό (δήθεν) εγκληματικών ενεργειών μπορεί να καταλήξει τόσο στην επέμβαση στην ιδιωτική ζωή, όσο και στην παραβίαση προσωπικών δεδομένων.

Η ενότητα σχετικά με την κατασταλτική χρήση του Διαδικτύου διακρίνεται: α) στη   διερεύνηση των διαπραχθέντων ηλεκτρονικών εγκλημάτων, όπου αναπτύσσεται κυρίως η δράση του Τμήματος  Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και  β) στα προβλήματα που σχετίζονται με τη δίωξη των διαδικτυακών εγκλημάτων. Η συγγραφέας εντοπίζει αρκετά προβλήματα σχετικά με τη δίωξη. Από τη στιγμή της διαπίστωσης του εγκλήματος μέχρι τη στιγμή της δίωξης των δραστών μεσολαβούν αρκετά προβλήματα που αναχαιτίζουν μέχρι και ματαιώνουν την τελευταία. Η δυσκολία ελέγχου των συστημάτων και των δικτύων πληροφοριών, ιδίως του Διαδικτύου, η ανωνυμία των χρηστών και οι μεγάλες δυνατότητες για την εξαφάνιση των ιχνών του εγκλήματος μέσω της διαγραφής των στοιχείων δημιουργούν συνεχώς ανάγκες για νέα τεχνικά και νομικά εργαλεία για την αντιμετώπιση τέτοιων εγκλημάτων. Ωστόσο, τα νομικά εργαλεία δημιουργούν προβλήματα σχετικά με το απόρρητο της επικοινωνίας των πολιτών, ενώ υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξουν σε μια γενικευμένη προληπτική επιτήρηση.

Περαιτέρω, ο διακρατικός χαρακτήρας των εγκλημάτων του διαδικτύου επιβάλλει την ανάγκη αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών για τη δίωξη και τιμώρησή τους. Η ανυπαρξία ενός ομοιόμορφου νομοθετικού πλαισίου δημιουργεί προβλήματα τόσο σε επίπεδο ορισμού ορισμένων συμπεριφορών, όσο και σε επίπεδο έρευνας και συλλογής αποδεικτικού υλικού. Η αντιμετώπιση αυτού του είδους της εγκληματικότητας δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή  αποσπασματικά ως ένα περιφερειακό ζήτημα ποινικής καταστολής, αλλά ως ζήτημα που λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του έχει ευρύτερη σημασία για το Ποινικό Δίκαιο και την Αντεγκληματική πολιτική.

Μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές ομάδες προβλημάτων που εντοπίζει και αναπτύσσει η συγγραφέας αφορούν: α)  τη συλλογή των αποδείξεων, β) την κατ’εξοχήν υπερεθνική διάσταση των ηλεκτρονικών εγκλημάτων και γ) την αδυναμία άρσης του απορρήτου στα πλημμελήματα.

Η επόμενη και τελευταία ενότητα αφορά στη χρήση του Διαδικτύου στο πλαίσιο προληπτικού ελέγχου. Η συγγραφέας επισημαίνει ότι η χρήση του Διαδικτύου στο πλαίσιο προληπτικού ελέγχου παρουσιάζει τον κίνδυνο να επιτρέψει σε κάποιους την εισβολή και παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του ατόμου και των προσωπικών του δεδομένων, φτάνοντας μέχρι τη δημιουργία αρχείου (φακελώματος), για εξυπηρέτηση οποιωνδήποτε συμφερόντων είτε αυτή η χρήση νομιμοποιείται κάτω από την προληπτική αποτροπή μελλοντικής εγκληματικής ενέργειας στο όνομα της ασφάλειας, είτε όχι. Η συγγραφέας τονίζει ότι μετά το τρομοκρατικό κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων του ατόμου έχουν καμφθεί υπό την πίεση της παγκοσμιοποιημένης διάστασης της ασφάλειας και ότι οδηγούμαστε (πιθανότατα και να έχουμε ήδη φτάσει) σε ένα παγκόσμιο αστυνομοκρατούμενο μοντέλο Αντεγκληματικής πολιτικής στους σκοπούς του οποίου το Διαδίκτυο παρέχει εξαιρετική συνδρομή.

Η συγγραφέας τονίζει ότι ενώ η κρατική δράση στο πεδίο της καταστολής είναι συγκεκριμένη, αφού αναφέρεται σε συγκεκριμένο κίνδυνο, αντίθετα η πρόληψη δεν προσανατολίζεται σε συγκεκριμένο κίνδυνο και γι’αυτό μοιάζει να βρίσκεται σε αντίφαση με την αρχή της αναλογικότητας.

Στην ενότητα αυτή εξετάζονται σε δύο υποενότητες οι προληπτικοί έλεγχοι που συνδέονται με την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας προσωπικών δεδομένων αφενός σε υπερεθνικό επίπεδο και αφετέρου σε εθνικό επίπεδο. Η συγγραφέας τονίζει ότι τα τελευταία χρόνια τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν εκδώσει σειρά νομοθετικών κειμένων που αφήνουν χαραμάδα για αμφιβόλου νομιμότητας ενέργειες, με πρόσχημα την προφύλαξη από την τρομοκρατία, αναφέρεται δε στις συμφωνίες μεταξύ Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ΗΠΑ για τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων επιβατών αεροπορικών μεταφορών που επιτρέπουν την ηλεκτρονική διασύνδεση αρχείων βάσει ηλεκτρονικά τυποποιημένου εγκληματικού προφίλ. Στη συνέχεια επισημαίνει ότι το Συμβούλιο της Ε.Ε. ήδη προωθεί πρόταση Απόφασης-πλαισίου για τη χρήση των δεδομένων των επιβατών επιτρέποντας τη σύνδεση με άλλα συστήματα συλλογής και χρήσης δεδομένων των επιβατών, αναφερόμενη ιδίως στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Επίσης, με σκοπό να δημιουργηθεί ένα νέο δίκαιο προστασίας δεδομένων στον τρίτο πυλώνα, βρίσκεται υπό επεξεργασία Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ε.Ε. για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα Αστυνομικής και Δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Η συγγραφέας σημειώνει ότι το σημαντικό στοιχείο στην Απόφαση-πλαίσιο είναι ότι οι υφιστάμενες αρχές, οι οποίες εντάσσονται στο Σύστημα πληροφοριών Schengen (SIS Ι και ΙΙ), στην Europol, στη Eurojust και στο σύστημα τελωνειακών πληροφοριών του τρίτου πυλώνα θα συγχωνευθούν σε μια ενιαία αρχή ελέγχου. Ωστόσο, τούτο από τη μια πλευρά είναι θετικό γιατί ενοποιεί τον αποσπασματικό χαρακτήρα της προστασίας, από την άλλη όμως, δημιουργεί ασάφεια ως προς τον τρόπο λειτουργίας αυτής της ενιαίας αρχής -και ιδιαίτερα με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο των επί μέρους αρχών- δεδομένου ότι η πρόταση προβλέπει ότι παραμένουν σε ισχύ και επισημαίνει τα σημεία της κριτικής του Ευρωπαίου Επόπτη προστασίας δεδομένων που εντοπίζονται κυρίως στο ότι το σχέδιο της Απόφασης αποδυναμώνει την προστασία των προσωπικών δεδομένων τονίζοντας χαρακτηριστικά την ασάφεια της διατύπωσης του σχεδίου, ιδίως ως προς την περιγραφή των νόμιμων σκοπών επεξεργασίας.

Η μονογραφία καταλήγει στις εξής διαπιστώσεις:

 Όλα δείχνουν ότι ο χρήστης του Διαδικτύου είναι περισσότερο ευάλωτος από οποιονδήποτε άλλο στο να θυματοποιηθεί, αφού οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν και από την πιο απλή χρήση του Διαδικτύου είναι αναρίθμητοι και καθημερινώς πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο. Απέναντι στα παραδοσιακά εγκλήματα που έγιναν ιδιότυπα με τη χρήση του Διαδικτύου και των η/υ, στα εγκλήματα που παρέμειναν παραδοσιακά και άλλαξαν ως προς το μέσο τέλεσης, στα γνήσια ηλεκτρονικά εγκλήματα, και γενικά σε όλα αυτά που έχουν εκλάβει παγκόσμιο χαρακτήρα με ταχύτατο ρυθμό, καλούνται να απαντήσουν οι απροετοίμαστες για την μορφή αυτή του παγκοσμιοποιημένου εγκλήματος διωκτικές αρχές.

Ο/οι δράστης/ες κρυμμένοι πίσω από την ανωνυμία που τους προσφέρει το Διαδίκτυο μπορούν να τελέσουν ακόμη και εγκλήματα που με τον παραδοσιακό τρόπο δεν θα τολμούσαν να σκεφτούν. Οι εισβολές στην ιδιωτική ζωή και στην προσωπική ελευθερία είναι καθημερινό φαινόμενο πλέον και το κράτος δεν φαίνεται ούτε να μπορεί να αποτρέψει τη θυματοποίηση του πολίτη, ούτε και να καταστείλει ικανοποιητικά αυτού του είδους τις προσβολές. Από την άλλη πλευρά, τα ίδια τα όργανα της κρατικής μηχανής ενέχονται σε παραβιάσεις ατομικών ελευθεριών και φθάνουν ακόμη και σε εγκληματικές ενέργειες στο όνομα της ασφάλειας και της ευταξίας.

Ο πολίτης-χρήστης-θύμα του Διαδικτύου παραμένει εν πολλοίς ανίσχυρος, αφού ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπος με τον εξής κίνδυνο: είτε να πέσει θύμα των ενεργειών της κρατικής μηχανής -που ανά πάσα στιγμή εκείνη το επιθυμεί- μπορεί να διεισδύσει μέσω των δυνατοτήτων που προσφέρει το Διαδίκτυο στην ιδιωτικότητά του, είτε να πέσει θύμα εγκληματικών ενεργειών τρίτων μέσω του Διαδικτύου απέναντι στις οποίες οι διωκτικές αρχές συχνά φαίνονται ανίσχυρες να τον βοηθήσουν λόγω των υποτιθέμενων εγγυήσεων  που έχουν τεθεί για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής. Προβλήματα που αναιρούν ακόμη και τη δίωξη ορισμένων εγκλημάτων που έχουν τελεστεί μέσω Διαδικτύου, όπως π.χ.  η δυνατότητα άρσης του απορρήτου μόνο σε κακουργήματα, οδηγεί στην ουσιαστική ατιμωρησία συμπεριφορών που απ’ότι φαίνεται ο νομοθέτης δεν έχει πάρει πολύ στα σοβαρά, αλλά που ωστόσο καθρεφτίζουν τη μεγάλη νοσηρότητα της κοινωνίας.  Από την άλλη πλευρά, δεν αρκεί μόνο το νομοθετικό πλαίσιο, αλλά αυτού του είδους τα εγκλήματα χρειάζονται και τελειότατου τύπου τεχνολογική υποδομή για να «τρέξουν» πίσω από τους δράστες του Διαδικτύου. Παρατηρείται από τη συγγραφέα ότι δυστυχώς τα κράτη που έχουν άριστη τεχνολογική υποδομή είναι αυτά που ενέχονται περισσότερο σε εγκληματικές δραστηριότητες και προστατεύουν στην ουσία παρόχους και λοιπούς ενδιάμεσους που απολαμβάνουν πραγματική ασυλία. Αντίθετα, τα κράτη που δεν έχουν -ή δεν έχουν τόσο- αναπτυγμένη τεχνολογική υποδομή αποτελούν -ιδιαίτερα για ορισμένα εγκλήματα- και  στόχους εγκληματικών ενεργειών.

Η μονογραφία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από πλευράς Αντεγκληματικής πολιτικής και για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της ηλεκτρονικής εγκληματικότητας (με στενή και ευρεία έννοια), θα πρέπει να συνυπάρχουν σωρευτικώς: α) νομοθετικό πλαίσιο ικανό να τιμωρεί αυστηρά, αλλά ταυτόχρονα ευέλικτο ώστε να μη δημιουργεί εμπόδια στη δίωξη, β) ομοιόμορφο νομοθετικό πλαίσιο σε διακρατικό επίπεδο που είναι σημαντικό στοιχείο για να μπορεί να υπερκεραστεί το πρόσκομμα της ασυνέχειας της ποινικής καταστολής με δυνατότητα αποτελεσματικής διακρατικής συνεργασίας σ’αυτόν τον τομέα (που απαιτεί σφαιρική και διεπιστημονική αντιμετώπιση των θεμάτων που πρέπει να ρυθμιστούν) και γ) άριστη τεχνολογική υποδομή που να επιτρέπει τη ταχύτατη επέμβαση των διωκτικών αρχών για τον εντοπισμό των δραστών και τη διαφύλαξη των στοιχείων. Δυστυχώς δεν αρκεί να υπάρχει μόνο ομοιόμορφο νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με την τυποποίηση των συγκεκριμένων εγκληματικών συμπεριφορών, αλλά και κοινή ρύθμιση του συστήματος των επικοινωνιών, που ουσιαστικά αποτελεί και το στοίχημα για τις κυβερνήσεις.

Η συγγραφέας κλείνει υποστηρίζοντας ότι δεν αρκεί πια να κινούμαστε μόνο σε επίπεδο οριζόντιας δράσης για να αντιμετωπίσουμε το Διαδικτυακό έγκλημα, γιατί αυτό είναι ουτοπικό. Η πρόκληση μπροστά στην οποία βρισκόμαστε σήμερα είναι ότι πρέπει να απαντήσουμε στο παγκοσμιοποιημένο έγκλημα με ένα παγκόσμιο δίκαιο, διαφορετικά όλες οι προσπάθειες θα εμφανίζονται άλλοτε αποσπασματικές και άλλοτε συγκυριακές.

Στο τέλος της μονογραφίας παρατίθενται δύο παραρτήματα το πρώτο με λίστα  διεθνών νομοθετικών κειμένων και το δεύτερο με λίστα διαδικτυακών τόπων σχετικών με την καταπολέμηση του ηλεκτρονικού  εγκλήματος.

Η μονογραφία κλείνει με παράθεση εκτενούς πίνακα ελληνικής και ξένης  βιβλιογραφίας.