Τίτλος Δημοσίευσης
Ένταξη μεταναστών και προσφύγων: πραγματικότητα και νομικά προβλήματα
Συγγραφέας
Αθανασία Π. Συκιώτου
Δημοσιευμένη έρευνα
Δημοσίευση στα Πρακτικά του Συνεδρίου που διοργάνωσε ο Τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών νομικής Σχολής ΔΠΘ στις 28-29 Νοεμβρίου 2006 με θέμα «Αλλοδαποί στην Ελλάδα: ένταξη ή περιθωριοποίηση;», επιμέλεια της ιδίας, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2008, σσ.77-104
Περίληψη
Η συγγραφέας διαπιστώνει κατ’αρχάς ότι η ένταξη προϋποθέτει μεταναστευτική πολιτική και αυτή συνδέεται στενά με την Αντεγκληματική πολιτική, ιδίως την κοινωνική Αντεγκληματική πολιτική, καθ’ο μέρος τα μέτρα για την οικονομία και την ανεργία αποτελούν μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα, μάλιστα πρωτογενή, απευθυνόμενα στο σύνολο του πληθυσμού και τα οποία στοχεύουν στην εξάλειψη των παραγόντων ή συνθηκών που διευκολύνουν την εμφάνιση και ανάπτυξη του εγκλήματος, συμβάλλοντας έτσι, στη γενική πρόληψη του εγκλήματος. Βέβαια, στην Ελλάδα πάσχει τόσο η μεταναστευτική όσο και η Αντεγκληματική πολιτική. Η συγγραφέας επισημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν τις εστίες τους δεν έχουν τους ίδιους λόγους που το πράττουν και γι’αυτό δεν πρέπει να εντάσσονται στην ίδια κατηγορία και να τυγχάνουν της ίδιας αντιμετώπισης. Στο σημείο αυτό, κάνει διάκριση μεταξύ εκούσιας και ακούσιας μετανάστευσης και στη συνέχεια προχωρά στη διάκριση των εξής κατηγοριών αλλοδαπών που βρίσκονται στην Ελλάδα: α) μετανάστες νόμιμοι και μη, β) πρόσφυγες ήδη αναγνωρισμένοι από το κράτος, γ) αιτούντες άσυλο, άτομα δηλ. που έχουν ζητήσει να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες, αλλά που βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία εξέτασης της αιτήσεως τους, δ) απορριφθέντες αιτούντες άσυλο, που δεν δύνανται να επιστρέψουν στη χώρα τους και ε) μια ιδιαιτέρως ευάλωτη κατηγορία, τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, τα οποία ως προς την προστασία που πρέπει να τους παρέχεται από τη χώρα υποδοχής, θα πρέπει να εξομοιώνονται εν ευρεία εννοία με τους πρόσφυγες.
Στην πρώτη ενότητα η συγγραφέας αναφέρεται στα στάδια προσαρμογής του αλλοδαπού στη χώρα υποδοχής και τονίζει ότι όταν μιλούμε για την ένταξη, συνήθως, θεωρούμε ότι το χρονικό σημείο που σηματοδοτεί την έναρξη των προσπαθειών ένταξης είναι η στιγμή της νομιμοποίησης του αλλοδαπού (και του αιτούντος άσυλο μετά την αναγνώρισή του ως πρόσφυγα) και το σημείο λήξης των προσπαθειών ένταξης η στιγμή κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας (πλήρης ένταξη).
Ωστόσο, θεωρεί ότι η διαδικασία της ένταξης πρέπει να αρχίζει από πολύ νωρίς, αφού τα προβλήματα αρχίζουν να συνυφαίνονται από τη στιγμή εισόδου στη χώρα υποδοχής, αλλά και ήδη πολύ πριν φτάσει ο αλλοδαπός στη χώρα. Δεδομένου δε, ότι η διαδικασία νομιμοποίησης είναι αρκούντως αργή, είναι πολλοί οι διαμένοντες στη χώρα για μακρό χρονικό διάστημα σε αναμονή μιας νομιμοποίησης –και για τους οποίους η παραμονή έχει ήδη δημιουργήσει προβλήματα που ενδέχεται να παγιωθούν και να μη δύνανται να επιλυθούν, ακόμη και όταν έλθει η πολυπόθητη νομιμοποίησή τους, που τότε πλέον ίσως να είναι αργά για να αρχίσει η διαδικασία ένταξης (γιατί ενδέχεται να έχει ήδη επέλθει μια εκτροπή ή σύγκρουση με την κοινωνική ομάδα).
Στο σημείο αυτό, διακρίνονται τα στάδια προσαρμογής ενός αλλοδαπού, μετανάστη ή πρόσφυγα, σε μια χώρα σε: α) προμεταναστευτικό, β) διαδικασία φυγής και γ) στάδιο εγκατάστασης στη χώρα υποδοχής. Αυτό το τελευταίο είναι και το πιο δύσκολο στάδιο προσαρμογής, κατά το οποίο αρχίζει και η κατ’εξοχήν ένταξη στη χώρα. Συχνά αυτό είναι το στάδιο, το οποίο, εάν δεν γίνει αντικείμενο επεξεργασίας, ενδέχεται να οδηγήσει σε άμεση σύγκρουση με τον κοινωνικό περίγυρο, με αποτέλεσμα τη γένεση εγκληματικών συμπεριφορών.
Προς τούτο στην επόμενη ενότητα ακολουθεί με συντομία σύγκριση μεταξύ εγκληματικότητας μεταναστών και προσφύγων.
Στη συνέχεια, στην τρίτη ενότητα αναλύονται τα κυριότερα προβλήματα ένταξης που για τη συγγραφέα είναι: το πρόβλημα γλώσσας, η εργασία και η νομιμοποίηση. Άμεσα συνδεόμενα με το θέμα της νομιμοποίησης θεωρεί η συγγραφέας ότι είναι δύο θεμελιώδη δικαιώματα που πρέπει να διασφαλίζονται στους αλλοδαπούς για να μπορούν να φτάσουν στο στάδιο της νομιμοποίησής τους: το δικαίωμα της αναφοράς στις αρχές και το δικαίωμα υπεράσπισης. Επισημαίνονται τα κενά στη διαδικασία νομιμοποίησης των αλλοδαπών και παρατίθενται, ενδεικτικώς, μερικά από τα προβλήματα που συνδέονται με τη νομιμοποίηση των αλλοδαπών όπως: να µη συντρέχει λόγος δηµόσιας τάξης στο πρόσωπο του ενδιαφεροµένου, η κατάταξη αλλοδαπών σε εσφαλμένη διαδικασία νοµιµοποίησης, η προϋπόθεση κατοχής διαβατηρίου και η εκπρόθεσµη κατάθεση αιτήµατος άδειας διαµονής.
Ένα σοβαρό ερώτημα που τίθεται σχετικά με την ένταξη είναι τι γίνονται οι άνθρωποι για τους οποίους αφ’ενός μεν έχουν απορριφθεί όλες οι δυνατότητες νομικής συνδρομής προς νομιμοποίησή τους, αφ’ετέρου όμως, η απομάκρυνσή τους δεν έχει λάβει χώρα (γιατί δεν είναι εφικτή) και οι οποίοι δεν παύουν να παραμένουν -παράνομα μεν, αλλά να παραμένουν- στην Ελλάδα, να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, να εργάζονται έστω και παράνομα και με δύο λόγια να συγκολλώνται με τον ιστό της Ελληνικής κοινωνίας και να εντάσσονται σ’αυτόν, είτε το επιθυμεί η ελληνική κοινωνία -και οι ίδιοι οι αλλοδαποί- είτε όχι. Στο ζήτημα αυτό η συγγραφέας θεωρεί ότι πρόβλημα τίθεται αντίστροφα: στην περίπτωση αυτή δεν θα πρέπει να ξεκινούμε από τη νομιμοποίηση προς την προσαρμογή και την ένταξη, αλλά από μια ήδη επελθούσα ένταξη προς αναζήτηση μιας νόμιμης λύσης στο θέμα της παραμονής των αλλοδαπών.
Η συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι συνεχώς τα φαινόμενα της κοινωνικής περιθωριοποίησης των αλλοδαπών πολλαπλασιάζονται και καλλιεργούνται κυρίως από την ανεργία και την εξαθλίωση. Μαζί με την περιθωριοποίηση, η εγκληματικότητα καθίσταται αναπόφευκτη, αφού πολλοί από τους αλλοδαπούς είτε θα εργαστούν παράνομα, είτε όσοι δεν μπορούν να βρουν (έστω και παράνομη) δουλειά, ενδέχεται να γίνουν στόχοι εγκληματικών οργανώσεων για εκμετάλλευση ή/και χρησιμοποίησή τους για διάπραξη εγκληματικών πράξεων, με συνέπεια την ανακύκλωση του εγκληματικού πεδίου. Τέλος η συγγραφέας θεωρεί ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ουσιαστική και οργανωμένη προσπάθεια ένταξης των αλλοδαπών (μεταναστών και προσφύγων), ενώ σε αρκετές χώρες της Ε.Ε. οι προσπάθειες ένταξης εξαντλούνται με τη χορήγηση κάποιου επιδόματος και τη δημιουργία ζωνών ή ειδικών κατοικιών για μετανάστες που στην ουσία τους δεν είναι τίποτε παραπάνω από γκέτος. Η ένταξη των αλλοδαπών δεν είναι μόνο μια υπόθεση που εξαρτάται από τη ξενοφοβία ή όχι ενός λαού. Συναρτάται άμεσα με το νομοθετικό πλαίσιο που μπορεί να προωθήσει ικανοποιητικά τη δυνατότητα ένταξης και να προστατεύσει ή όχι τα δικαιώματά του αλλοδαπού στη χώρα υποδοχής.
Η συγγραφέας θεωρεί ότι η λύση για την αποτελεσματική ένταξη των αλλοδαπών ίσως βρίσκεται σε τοπικό επίπεδο: στη δημιουργία δηλαδή ομάδων που θα δουλεύουν για την ενημέρωση του κόσμου στις γειτονιές, στη δημιουργία διαπολιτισμικών κέντρων, που θα φέρνουν τους ημεδαπούς και τους αλλοδαπούς πιο κοντά και που θα βοηθούν τους τελευταίους να ξεπερνούν τα προβλήματά τους στη νέα χώρα.