Τίτλος Δημοσίευσης
Trafficking in Human Beings: Internet Recruitment
Συγγραφέας
Δημοσιευμένη έρευνα
Στην αγγλική γλώσσα από τις εκδόσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης Directorate General of Human Rights and Legal Affairs, Council of Europe, 2007, [σσ.192] - δημοσιευμένη και ηλεκτρονικά στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης: http://www.coe.int/t/dg2/trafficking/campaign/Docs/SeminarsConf/Misuse_Sources2_en.asp#TopOfPage
Περίληψη
Η έρευνα αυτή που εκπονήθηκε από την συγγραφέα στο πλαίσιο της συνεργασίας της με το Συμβούλιο της Ευρώπης με την ιδιότητά της ως πραγματογνώμονα, εξετάζεται για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία το θέμα της χρήσης του Διαδικτύου, ως μέσου για την παράσυρση θυμάτων εμπορίας ανθρώπων στα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Πρόκειται στην ουσία για πρωτογενή έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τη συγγραφέα σε 21 Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης (όσα απήντησαν στο σχετικό ερωτηματολόγιο που είχε αποσταλεί για τις ανάγκες της έρευνας) και αποτελεί συνέχεια προηγούμενης έρευνας για το θέμα της επίδρασης της χρήσης των νέων τεχνολογιών στην εμπορία ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση, που είχε πραγματοποιηθεί στο παρελθόν (το 2003) από ειδική επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Επειδή η προηγούμενη έρευνα ήταν περισσότερο εστιασμένη στην πορνογραφία ανηλίκων η συγγραφέας έκρινε ότι πρέπει να αναφερθεί σε άλλες μορφές της εμπορίας, όπως στη σωματεμπορία και στην εμπορία με σκοπό την εργασιακή εκμετάλλευση.
Η μελέτη έχει σκοπό να αναδείξει τις διάφορες μεθόδους με τις οποίες στρατολογούνται τα θύματα εμπορίας μέσω του διαδικτύου και –δεδομένης της ταχείας ανάπτυξης της τεχνολογίας- να προβλέψει πιθανές νέες χρήσεις στο μέλλον.
Η έρευνα εντοπίζει εκτός από τις μεθόδους στρατολόγησης και τα μέσα (νομοθετικά, διοικητικά ή τεχνικά) που διαθέτουν τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αντιμετώπιση της χρήσης αυτής του διαδικτύου, τις καλύτερες πρακτικές που έχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα και προτείνει μέτρα σε νομοθετικό, διοικητικό και τεχνικό επίπεδο για την καταπολέμηση της χρήσης του διαδικτύου ως μέσου παράσυρσης θυμάτων εμπορίας.
Κατ’αρχάς διευκρινίζεται ότι προηγούμενες μελέτες που είχαν συνταχθεί στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης δημιουργούσαν σύγχυση μεταξύ των εννοιών της πορνείας και της σωματεμπορίας, αφού χρησιμοποιούσαν αδιακρίτως τους δύο όρους και επισημαίνεται ότι η οικειοθελής πορνεία θα πρέπει να διακρίνεται, είτε αυτή ασκείται νόμιμα, είτε παράνομα από την εμπορία, της οποίας κύρια χαρακτηριστικά είναι αφενός η έλλειψη ισχυρής συναίνεσης λόγω αλλοίωσης της βούλησης του θύματος και αφετέρου η εκμετάλλευσή του. Οι περισσότεροι συγγραφείς δυστυχώς ταυτίζουν την παράνομη -κυρίως- πορνεία με την σωματεμπορία.
Η μελέτη διαρθρώνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται παρουσίαση του φαινομένου και των τεχνικών που χρησιμοποιούν οι δράστες για τη στρατολόγηση των θυμάτων μέσω του Διαδικτύου. Σε μια πρώτη ενότητα σκιαγραφούνται οι χρήστες του Διαδικτύου, οι οποίοι διακρίνονται από τη συγγραφέα σε τρεις ομάδες: α) τους δράστες, β) τους πελάτες και γ) τα ενδεχόμενα θύματα και αναλύεται αντίστοιχα ο τρόπος χρήσης του Διαδικτύου από αυτούς. Συγκεκριμένα, αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο οι δράστες παράγουν τις ιστοσελίδες προς παράσυρση των θυμάτων, και το ιδιαίτερο modus operandi αυτών μέσω γραφείων ηλεκτρονικής προσφοράς υπηρεσιών προσωπικών συνοδών, συνοικεσίων και προσφοράς εργασίας με παραδείγματα από πρόσφατες επιχειρήσεις εξάρθρωσης εγκληματικών δικτύων σε χώρες μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Στην επόμενη υποενότητα του πρώτου μέρους αναλύονται οι παράγοντες που μειώνουν ή εμποδίζουν τη στρατολόγηση θυμάτων μέσω Διαδικτύου.
Στο δεύτερο μέρος της μελέτης εξετάζονται τα νομοθετικά, διοικητικά και τεχνικά μέσα για την καταπολέμηση αυτού του είδους στρατολόγησης θυμάτων εμπορίας μέσω Διαδικτύου.
Κατ’αρχάς εξετάζονται τα νομοθετικά μέτρα που έχουν ληφθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και από το Συμβούλιο της Ευρώπης, ιδίως η Σύμβαση της Βουδαπέστης και η Σύμβαση κατά της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και η αλληλεπίδραση των δύο αυτών σημαντικών κειμένων μεταξύ τους. Στη συνέχεια, εξετάζονται τα μέτρα σε εθνικό επίπεδο, όπου παρουσιάζεται η νομοθεσία 21 χωρών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης για την εμπορία ανθρώπων και η ύπαρξη ή όχι σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης για τιμώρηση εγκλημάτων που τελούνται μέσω Διαδικτύου. Διαπιστώνεται ότι τα περισσότερα κράτη έχουν νομοθεσία για την εμπορία, αλλά λίγα συνδέουν την εμπορία με τη χρήση του Διαδικτύου.
Στην επόμενη ενότητα εξετάζονται τα διοικητικά μέτρα που συνίστανται στην ίδρυση ειδικών σωμάτων, κυρίως αστυνομικών, καθώς και φορέων για τη δίωξη του ηλεκτρονικού εγκλήματος.
Στην τελευταία ενότητα η συγγραφέας εξετάζει τα τεχνικά μέτρα που έχουν ληφθεί για την καταπολέμηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος γενικά, αλλά και ειδικά της εμπορίας ανθρώπων μέσω Διαδικτύου και κάνει τη διάκριση ανάμεσα: α) σε τεχνικά μέσα που συνεισφέρουν στην πρόληψη της παράσυρσης θυμάτων εμπορίας μέσω Διαδικτύου, β) σε εκείνα που διευκολύνουν τη δίωξη και γ) σε εκείνα που συνεισφέρουν και στα δύο, διακρίνοντας περαιτέρω στα τεχνικά μέτρα που έχουν ληφθεί από κυβερνητικούς και από ιδιωτικούς φορείς τόσο σε διεθνές, όσο σε ευρωπαϊκό, αλλά και σε εθνικό επίπεδο.
Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο των τεχνικών μέτρων που έχουν ληφθεί από κυβερνητικούς φορείς για την πρόληψη της εμπορίας εξετάζονται ενδεικτικά τα μέτρα που έχουν λάβει η Ελλάδα και η Πολωνία. Μεταξύ των προληπτικών μέτρων που έχουν πάρει μη κυβερνητικοί φορείς εξετάζονται ενδεικτικά τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση παραπλανητικών ιστοσελίδων γραφείων συνοικεσίων και ιστοσελίδων που προσφέρουν εργασία σε μοντέλα.
Στη συνέχεια εξετάζονται τα προληπτικά μέτρα που έχουν ληφθεί από φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως διάφορα προγράμματα.
Η επόμενη ενότητα είναι αφιερωμένη στα τεχνικά μέτρα που διευκολύνουν τη δίωξη υποθέσεων παράσυρσης θυμάτων εμπορίας μέσω Διαδικτύου σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδα. Σε εθνικό επίπεδο εξετάζονται τα τεχνικά μέτρα που έχουν λάβει κυβερνητικοί και μη κυβερνητικοί φορείς (εξετάζονται τα μέτρα σε 3 και 5 χώρες αντίστοιχα ) και σε υπερεθνικό επίπεδο εξετάζονται κυρίως τα μέτρα που έχουν λάβει φορείς της Ε.Ε. (Europol και Eurojust) και τα μέτρα που έχει λάβει το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Στις επόμενες ενότητες αναπτύσσονται οι καλύτερες πρακτικές που έχουν υιοθετηθεί κατά της παράσυρσης μέσω Διαδικτύου θυμάτων εμπορίας ανθρώπων και κάνει προτάσεις σχετικά με νομοθετικά και διοικητικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν με σκοπό την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η δράση κατά της παράσυρσης θυμάτων εμπορίας μέσω Διαδικτύου εμποδίζεται τόσο από κενά στη νομοθεσία, όσο και από ελλείψεις σε τεχνικά μέσα και δομές, ιδίως στις τηλεπικοινωνίες ορισμένων χωρών.
Η συγγραφέας τονίζει ότι πρέπει να γίνουν πολλές προσπάθειες προτού μιλήσουμε για αποτελεσματική καταπολέμηση αυτής της μορφής της εμπορίας. Και τούτο γιατί μεταξύ άλλων η νομοθεσία δεν είναι ομοιόμορφη. Υπάρχουν χώρες που έχουν ικανοποιητικό νομοθετικό πλαίσιο για την εμπορία, αλλά όχι ικανοποιητικό πλαίσιο για τη χρήση του Διαδικτύου, άλλες που έχουν ικανοποιητικό νομοθετικό πλαίσιο και για τα δύο, αλλά τους λείπουν τα κατάλληλα τεχνικά μέσα για να το καταφέρουν, άλλες που έχουν ανεπτυγμένη τεχνολογία, αλλά δεν έχουν νομοθετικό πλαίσιο και άλλες που δεν έχουν ούτε νομοθεσία, ούτε τεχνικά μέσα. Η πρόοδος που έχει σημειωθεί μέχρι σήμερα οφείλεται στο ότι τα Κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ένα ικανοποιητικό κοινό νομοθετικό πλαίσιο για τη χρήση του Διαδικτύου και την ευθύνη των παρόχων.
Στο τέλος παρατίθενται σε παραρτήματα πίνακες για τη χρήση του Διαδικτύου στην Ευρώπη, πίνακας χωρών που παράγουν ανεπιθύμητη αλληλογραφία (spams), καθώς και εκτενής βιβλιογραφία και πίνακας διεθνών κειμένων που αφορούν στην εμπορία ανθρώπων και στο Διαδίκτυο.