Τίτλος Δημοσίευσης
La responsabilité pénale pour violation des droits fondamentaux : Discours de haine et responsabilité pénale selon le droit hellénique
Συγγραφέας
Αθανασία Π. Συκιώτου
Μονογραφία
Annuaire international des droits de l’homme, (ΧΙ, 2015-2016), mars 2018, pp.477-495
Περίληψη
Η συγγραφέας ξεκινά με τα ερωτήματα σε ποια βάση μια δημοκρατική κοινωνία μπορεί να απαγορεύσει τον λόγο, ακόμη και τον μισαλλόδοξο, χωρίς ν’ αντικρούει, ή ακόμα και να εξουδετερώνει, τη θεμελιώδη σημασία που αποδίδει στην ελευθερία της έκφρασης; Και επίσης, ποια μπορεί να είναι τα όρια της παρέμβασης του ποινικού δικαίου και του ελέγχου της δικαστικής εξουσίας στην ελεύθερη έκφραση, καθώς και στην επιστημονική σκέψη και ακαδημαϊκή ελευθερία;
Προς απάντηση των ερωτημάτων αυτών η συγγραφέας διαρθρώνει την επιστημονική της μελέτη σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος με τίτλο «Ρητορική μίσους και ελευθερία έκφρασης» εξετάζει σε τρεις ενότητες: α) το περιεχόμενο και τα όρια της ελευθερίας έκφρασης, β) τη διαβάθμιση της επικινδυνότητας του μισαλλόδοξου λόγου, ιδιαίτερα τον ουδό της εγκληματικής προδιάθεσης και την κλίμακα των δυσμενών διακρίσεων σύμφωνα με τον Gordon Allport και γ) την προέλευση των ρατσιστικών ενεργειών ιδίως εκ μέρους των εκπροσώπων δημόσιας αρχής.
Στην πρώτη ενότητα, η συγγραφέας θεωρεί ότι ο μισαλλόδοξος λόγος μπορεί ν’αρνείται σε κάποιους τη συμμετοχή τους στην κοινωνία και ακόμη και την ανθρώπινη ιδιότητα, αλλά ακριβώς όπως κάθε μη δημοκρατική ιδέα, αυτός δεν είναι επαρκής λόγος για να αποκλειστεί αυτό το είδος του λόγου από τις δημόσιες συζητήσεις. Με το ερώτημα ποιο σημείο του λόγου πρέπει ν’αποτελεί κίνδυνο για την κοινωνία και πρέπει να τιμωρείται, η συγγραφέας περνά στη δεύτερη ενότητα στην οποία επιχειρεί να σηματοδοτήσει πού ξεκινά η εγκληματική προδιάθεση. Αυτή μπορεί να εκφράζεται με τη διάθεση του δράστη να βλάψει, ωστόσο, η προδιάθεση έχει επίσης στάδια και πριν φτάσει στο πέρασμα στην πράξη, ξεκινά αρχικά ως μια νοοτροπία που εδραιώνεται. Έπειτα, γίνεται στερεότυπο και προκατάληψη, προτού γίνει δυσμενής διάκριση και εκφραστεί με μισαλλόδοξο λόγο και περάσει σε πράξη μίσους.
Στο δεύτερο μέρος, υπό τον τίτλο «Η καταστολή των ρατσιστικών ενεργειών», η συγγραφέας σε δύο ενότητες εξετάζει πώς τιμωρείται ο μισαλλόδοξος λόγος και οι πράξεις με ρατσιστικό κίνητρο, αναλύοντας το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο και τη νομολογία τόσο την εθνική, όσο του ΕΔΔΑ. Ασκεί δριμεία κριτική στο νομοθετικό πλαίσιο που θεωρεί ανεπαρκές και επιχειρεί να διερευνήσει αν συμπεριφορές που δεν τιμωρούνται από τον ισχύοντα νόμο για τον ρατσισμό, καλύπτονται από άλλες διατάξεις, όπως από το άρθ.312ΠΚ για το bullying. Το συμπέρασμα είναι αρνητικό.
Στο τρίτο μέρος της μελέτης υπό τον τίτλο «Διάδοση του μισαλλόδοξου λόγου μέσω του Διαδικτύου: εγκληματικές συνέπειες και εμπόδια στη δίωξη», η συγγραφέας, σε δύο ενότητες, εξετάζει αφενός την ελεύθερη διάδοση του μισαλλόδοξου λόγου μέσω του Διαδικτύου και τις εγκληματικές συνέπειες αυτού, αλλά και το πλαίσιο για το απόρρητο της επικοινωνίας και τα εμπόδια στη δίωξη.
Η συγγραφέας αναρωτιέται αν αυτό δεν είναι μια μορφή οιονεί αποποινικοποίησης de jure, δεδομένου ότι ο νομοθέτης είναι σε θέση να ξέρει (και αν ξέρει, το αποδέχεται) ότι η αδυναμία άρσης του απορρήτου σε ορισμένες συμπεριφορές δεν μπορεί να διωχθεί. Γι’αυτό, στην περίπτωση αυτή, η συγγραφέας θεωρεί ότι ο νομοθέτης φαίνεται σα να έχει αποποινικοποιήσει έμμεσα αυτές συμπεριφορές.
Η συγγραφέας καταλήγει στο ότι το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση πρέπει να προστατεύεται, αλλά και ότι οι παραβάσεις πρέπει να διώκονται. Εναπόκειται στους δικαστές να εκτιμήσουν ποια συμπεριφορά είναι κάθε φορά πράξη μίσους και παραβίαση των θεμελιωδών ελευθεριών της έκφρασης και γνώμης. Ωστόσο, αυτό που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ιδίως ότι σε σχέση με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, είναι ότι η διασύνδεση πολλών νόμων διαφορετικού περιεχομένου, οι οποίοι με το πρόσχημα της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, έρχονται να καταπατήσουν δικαιώματα και ελευθερίες, ακόμη και προληπτικά. Επομένως, σε μια δημοκρατική κοινωνία, πρέπει να υπάρχει εξισορρόπηση μεταξύ καταστολής της έκφρασης και απόλυτου σεβασμού της, αλλά αυτό απαιτεί μια σφαιρική προσέγγιση από κοινά μέσα τα οποία ωστόσο είναι ακόμα ανύπαρκτα όσον αφορά στο διαδίκτυο.
Η παραβίαση ενός θεμελιώδους δικαιώματος δεν συνεπάγεται μόνο την ποινική ευθύνη του δράστη, αλλά επιπλέον την ευθύνη του κράτους απέναντι στη διεθνή κοινότητα. Έτσι είναι ακόμη πιο σημαντικό ο νομοθέτης να καταβάλει περαιτέρω προσπάθειες. Επιπλέον, αυτό υπογραμμίζει τη σημασία της διαμόρφωσης ενός κοινού μηχανισμού σε διεθνές επίπεδο.