Τίτλος Δημοσίευσης

Ενδοοικογενειακή βία: η πιο αποτρόπαιη μορφή βίας

Συγγραφέας

Αθανασία Π. Συκιώτου

Δημοσιευμένη έρευνα

Εγκληματολογία, 2014 (1-2), σσ.54-65

Περίληψη

Η συγγραφέας ξεκινά από τη διαπίστωση ότι η ενδοοικογενειακή βία είναι η πιο αποτρόπαιη μορφή βίας γιατί δεν τελείται από οποιοδήποτε δράστη, αλλά από άτομα προς τα οποία το θύμα έχει συνήθως απόλυτη εμπιστοσύνη και στα χέρια των οποίων μάλιστα έχει εναποθέσει την εξέλιξη της ζωής του: τους γονείς του, τον σύντροφό του, ή με μία λέξη: σε ανθρώπους που τους θεωρεί «δικούς» του.

Στην πρώτη ενότητα η συγγραφέας αναλύει τις μελέτες και έρευνες στο ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας απ’όπου προκύπτει ότι παρ’όλο που πρόκειται για φαινόμενο με τεράστιες προεκτάσεις σε παγκόσμια κλίμακα το οποίο μάλιστα δεν είναι καθόλου καινούργιο για καμία κοινωνία, η δημοσιοποίησή του αποτελεί ακόμη «ταμπού» και δεν καταγγέλλεται. Επίσης, φαίνεται ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα θύματα δεν αναγνωρίζουν ότι θυματοποιούνται είτε λόγω του νεαρού της ηλικίας, είτε γιατί πιστεύουν ότι η κακοποίηση είναι φυσιολογική συμπεριφορά την οποία πρέπει να υπομείνουν. Από τις έρευνες προκύπτει ότι, διεθνώς, από τις μορφές ενδοοικογενειακής βίας αυτή που αναγνωρίζεται λιγότερο ως βία από τα θύματα είναι η λεκτική. Στη συνέχεια, η συγγραφέας αναφέρεται σε μία σειρά μύθων και στερεοτυπικών παρερμηνειών που ακολουθούν την ενδοοικογενειακή βία.

Στη δεύτερη ενότητα η συγγραφέας αναφέρεται στα είδη κακοποίησης στην ενδοοικογειακή βία που αφορά ειδικά στο παιδί και σε άλλες ευάλωτες ομάδες όπως τις εγκύους και τους ηλικιωμένους.

Στην τρίτη ενότητα, αναλύονται τα μέτρα κατά της ενδοοικογενειακής βίας σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Σε εθνικό επίπεδο μετά από την παρουσίαση των ρυθμίσεων που εισήγαγε ο Ν.3500/2006, η συγγραφέας αφιερώνει μια ενότητα όπου ασκεί κριτική στον νόμο για κενά που παρουσιάζει. Επίσης, επισημαίνει ότι παρ’όλο που έχουν ήδη περάσει αρκετά χρόνια από την υιοθέτηση του νόμου, ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει ούτε ποια συμπεριφορά συνιστά ενδοοικογενειακή βία, ούτε τι μπορεί να κάνει, ούτε πού μπορεί να στραφεί για βοήθεια.

Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα, η συγγραφέας παρουσιάζει τα πρακτικά προβλήματα, καθώς και προτάσεις για την επίλυση τους. Η έλλειψη επικοινωνίας και διαλόγου, οι στερεότυποι ρόλοι των φύλων, η παραδοσιακή έννοια της οικογένειας στην Ελλάδα και οι προκαταλήψεις της κοινωνίας συντελούν στη συντήρηση του φαύλου κύκλου της βίας και στον εγκλωβισμό των θυμάτων μέσα σ’αυτή. Σ’αυτό η συγγραφέας προσθέτει ότι: α) η έλλειψη δομών που αναγκάζει τα θύματα να διαμένουν με τον θύτη, β) η έλλειψη κατάρτισης και η –συχνά- στερεοτυπική στάση των διωκτικών αρχών απέναντι στα θύματα, γ) ο κοινωνικός στιγματισμός που ιδιαίτερα στις μικρές κοινωνίες αναγκάζει τα θύματα να κλείνονται στη σιωπή τους, (πολλώ δε μάλλον αν ανήκουν σε ακόμη μικρότερη ομάδα, όπως π.χ. οι γυναίκες της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη), αλλά και δ) η ίδια η αντίληψη των γυναικών που ενοχοποιούνται, θεωρώντας ότι φταίνε οι ίδιες για τη συμπεριφορά του δράστη ή ότι η βία είναι οικογενειακή υπόθεση, συντελεί εν τέλει στην προστασία μόνο των δραστών.

Η συγγραφέας κλείνει με την επισήμανση ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτού του εγκλήματος απαιτεί πρώτα την καταπολέμηση της αδιαφορίας και της ψυχικής αδράνειας που μαστίζει τη σημερινή κοινωνία και το σπάσιμο της σιωπής όσων γνωρίζουν τέτοιες περιπτώσεις και δεν τις καταγγέλλουν στις αρχές. Το γεγονός ότι πρόκειται πλέον για ένα αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα σημαίνει ότι οποιοσδήποτε γνωρίζει την τέλεση ενός τέτοιου εγκλήματος  μπορεί και μερικές φορές είναι υποχρεωμένος να καταγγείλει το έγκλημα στις αρχές ακόμη και ανώνυμα.