Τίτλος Δημοσίευσης

Σωματεμπορία. Ο ρόλος του πελάτη. Νομική προσέγγιση και εμπειρικά δεδομένα

Συγγραφέας

Αθ. Συκιώτου – Αντ. Παπαντωνίου – Μ. Φραγκούλη

Δημοσιευμένη έρευνα

Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Σειρά Εργαστηρίου Ποινικών & Εγκληματολογικών Ερευνών ΕΚΠΑ, Τόμος 29, 2013 [σσ.711]

Περίληψη

Η παρούσα δημοσίευση είναι συλλογικό έργο σε διακριτά μέρη για κάθε συγγραφέα και έχει ως αντικείμενο τη σωματεμπορία εξεταζόμενη από τη σκοπιά της ζήτησης και πιο συγκεκριμένα από την πλευρά του πελάτη. Αποτελεί εκ νέου επεξεργασμένη και επηυξημένη μορφή των ευρημάτων διακρατικής έρευνας, η οποία διεξήχθη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος ΑΓΙΣ υπό την ονομασία «Demand of Stolen Lives: Researching the Demand Side of Trafficking», η οποία διεξήχθη ταυτόχρονα στην Ελλάδα, Κύπρο και Γερμανία με συμμετοχή του Εργαστηρίου Εγκληματολογικών Επιστημών του Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Αποτελεί την πρώτη ευρωπαϊκή έρευνα για το θέμα της ζήτησης και μια από τις ελάχιστες δημοσιεύσεις για το θέμα αυτό.

Στη δημοσίευση αυτή επιχειρείται μια συνολική προσέγγιση στο θέμα της αντιμετώπισης και του ρόλου του πελάτη στο πλαίσιο της σωματεμπορίας, συνδυάζοντας την ανάλυση της νομικής αντιμετώπισης και προσέγγισης με την εμπειρική έρευνα του προσώπου του πελάτη.

Επιδίωξη της δημοσίευσης είναι να παρουσιάσει, πώς η επί καιρό αγνοημένη διάσταση της ζήτησης και ιδιαίτερα ο πελάτης συμπεριελήφθησαν στη διεθνή και τις εθνικές νομοθεσίες για την εμπορία ανθρώπων και ακολούθως να παρουσιάσει ποιός είναι αυτός ο πελάτης, στον οποίο καταλογίζονται ευθύνες, πώς εκείνος αυτοκατανοείται, αντιλαμβάνεται και αιτιολογεί τη ζήτησή του και πώς η συμπεριφορά του συναρτάται με ευρύτερες διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία.

Ο τόμος διαρθρώνεται ως ακολούθως: Μετά την «Εισαγωγή» ακολουθεί μια ενότητα με «Εννοιολογικές Αποσαφηνίσεις» (σελ.21-57) της Αθανασίας Συκιώτου. Έπονται τα δύο κύρια Μέρη. Στο Πρώτο Μέρος η Αθανασία Συκιώτου προσεγγίζει το θέμα από τη νομική του πλευρά (σσ.59-178). Το Δεύτερο Μέρος αποτελεί την εμπειρική προσέγγιση του θέματος, όπου ο Αντώνιος Παπαντωνίου και η Μαρία Παπαντωνίου-Φραγκούλη παρουσιάζουν τα ευρήματα της εμπειρικής διακρατικής έρευνας.  Ακολουθούν ο «Επίλογος», ένα «Παράρτημα» με στατιστικά στοιχεία περί των συμμετασχόντων (πελατών και πληροφοριοδοτών) στην έρευνα και η «Βιβλιογραφία».

Το πρώτο μέρος που αποτελεί τη νομική προσέγγιση (Αθανασία Συκιώτου, σσ. 59-178) εξετάζει σε δύο κεφάλαια το νομοθετικό πλαίσιο και τη νομολογία που έχουν αναπτυχθεί σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδα σε σχέση με την εμπορία ανθρώπων, τόσο γενικά, όσο και ειδικά σε σχέση με τη συμπεριφορά του πελάτη στη σωματεμπορία, καθώς και τη λογική της ποινικοποίησης αυτής της συμπεριφοράς από τον εθνικό και ευρωπαίο νομοθέτη και το εφαρμόσιμο ή μη των σχετικών διατάξεων. Το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους διαρθρώνεται σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα εξετάζεται το διεθνές και ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο κατά της εμπορίας ανθρώπων, στη δεύτερη το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο και στην τρίτη η αιτιολόγηση της ποινικοποίησης της συμπεριφοράς του πελάτη σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδα.

Η συγγραφέας υπογραμμίζει ότι παρά τον εκσυγχρονισμό της διατύπωσης του φαινομένου σε συνάρτηση με τα σύγχρονα πολιτικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα, τα αρχικά υπερεθνικά νομικά κείμενα και ιδιαίτερα η συλλογιστική πίσω από αυτά παραμένει δέσμια παλαιότερα επικρατουσών προσεγγίσεων, αντιλήψεων και προκαταλήψεων. Έτσι η έμφαση παραμένει στην προσφορά, στους «διακινητές»  και στις ως θύματα χαρακτηριζόμενες γυναίκες, ενώ η διάσταση της ζήτησης παραμένει στο περιθώριο και οπωσδήποτε ο πελάτης παραμένει αθέατος.

Στην αιτιολογική έκθεση του Πρωτοκόλλου του Παλέρμο (2000), το οποίο αποτελεί και το πρώτο σύγχρονο διεθνές κείμενο που εκδηλώνει το ανανεωμένο ενδιαφέρον για την εμπορία ανθρώπων, εμφανίζεται απλώς μια ασαφής αναφορά στη ζήτηση, ενώ η Απόφαση-πλαίσιο του 2002 της ΕΕ που ακολουθεί δεν κάνει καμία αναφορά στον πελάτη.

Η εξέλιξη των αντιλήψεων που διατυπώθηκαν στα πρώτα αυτά νομικά κείμενα οδηγεί στην μετατόπιση του ενδιαφέροντος προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, στην διάσταση της ζήτησης και τον ρόλο του πελάτη. Αυτά διατυπώνονται για πρώτη φορά στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων του 2005, όπου εμφανίζεται, για πρώτη φορά σε υπερεθνικό κείμενο, η ποινικοποίηση του πελάτη, ενώ η Οδηγία της ΕΕ του 2011 εκφράζει πλέον ανοικτά την ανάγκη για λήψη μέτρων προς αποθάρρυνση της ζήτησης ζητώντας από τα Κράτη μέλη να υιοθετήσουν κυρώσεις εναντίον εκείνων που χρησιμοποιούν υπηρεσίες θυμάτων εμπορίας.

Σε εθνικό επίπεδο, ο Ελληνικός νόμος (Ν. 3064/2002) που συνιστά ενσωμάτωση της απόφασης πλαίσιο της ΕΕ του 2002 στην Ελληνική έννομη τάξη, είναι πρωτοποριακός ως προς το ότι ποινικοποιεί τον πελάτη, αναγνωρίζοντας έτσι την κοινωνική του ευθύνη για την εξέλιξη του φαινομένου.

Ωστόσο, το κοινό χαρακτηριστικό όλων των νομικών κειμένων, είτε σε υπερεθνικό επίπεδο, είτε σε εθνικό, σχετικά με την πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων για τον πελάτη, είναι ότι προϋποθέτουν την «εν γνώσει» του χρήση των υπηρεσιών του θύματος. Εδώ εντοπίζεται και το πρόβλημα, δεδομένου ότι, όπως γενικά αναγνωρίζεται, η άμεση γνώση της ιδιότητας του θύματος είναι σε πάμπολλες περιπτώσεις δύσκολη έως και αδύνατη. Από την ανάλυση των απαντήσεων των πελατών προέκυψαν επανειλημμένες δυσκολίες και πολλαπλά εμπόδια στην γνώση της ιδιότητας του θύματος της κοπέλας, των σεξουαλικών υπηρεσιών της οποίας κάνει χρήση ο πελάτης. Ένα πρώτο εμπόδιο είναι, όχι μόνον η άγνοια του νόμου, αλλά και η σύγχυση που επικρατεί σχετικά με το τι είναι εμπορία ανθρώπων, τι είναι σωματεμπορία, αλλά και τι είναι μαστροπεία, πότε μπορούμε να μιλούμε για εξαναγκασμό και για «θύμα».

Από την έρευνα προέκυψε το ενδεχομένως παράδοξο εύρημα ότι πελάτες ενώ αναφέρονταν σε καταστάσεις, κατά τις οποίες ο εξαναγκασμός ήταν περισσότερο από προφανής (εγκλεισμός, βιαιοπραγίες σε όσες δεν συμμορφώνονταν και δεν υπάκουαν), αρνούνταν ότι υπήρχε εμπορία, σωματεμπορία ή κάποιας μορφής παραβίαση των δικαιωμάτων της γυναίκας ή παρανομία. Σε ένα μεγάλο ποσοστό η στάση και αντίληψη αυτή οφειλόταν στην πεποίθηση περί της συμβατότητας κάποιων καταστάσεων με τον χώρο και το επάγγελμα της πορνείας, καθώς και στην τάση ομαλοποίησης των καταστάσεων που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της μαζικής εισροής αλλοδαπών γυναικών που εξαναγκάζονταν στην πορνεία. Σε ένα όμως άλλο ποσοστό, και μάλιστα το σημαντικότερο, η προβαλλόμενη «άγνοια» θα πρέπει να κατανοηθεί μάλλον ως έλλειψη επιθυμίας να γνωρίζουν. Ως μεταμοντέρνος καταναλωτής, ο πελάτης θεωρεί το δικαίωμά του για κατανάλωση απεριόριστο και τις υποχρεώσεις του να προσδιορίζονται αποκλειστικά και να περιορίζονται από τους κανόνες που διέπουν το οιονεί συμβόλαιο αγοράς υπηρεσιών από την εκδιδόμενη. Από τις περιγραφές των πελατών σχετικά με το τι συμβαίνει ή τουλάχιστον συνέβαινε στην περιοχή, και για τις συνθήκες που επικρατούν στα μπαρ, προκύπτει ότι οι πελάτες (κάποιοι τουλάχιστον από τους πελάτες) ξέρουν και οι περισσότεροι υποπτεύονται, αλλά δεν θέλουν να ξέρουν.

Η ανάπτυξη της ζήτησης, αλλά και η κατανόηση της από τον ίδιο τον αγοραστή σεξουαλικών υπηρεσιών, προσδιορίζεται από μια σειρά από μακρο-παράγοντες, πολιτισμικού, κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα. Η σεξουαλικοποίηση της κουλτούρας, η επικράτηση του καταναλωτικού πολιτισμού και μάλιστα η προσταγή του να καταναλώνεις, καθώς και η αναγωγή του ανθρωπίνου σώματος, και του ανθρώπου συνολικότερα σε (κατ)αναλώσιμο αγαθό, ωθούν  στην κατανάλωση σεξουαλικών υπηρεσιών και απενοχοποιούν τον χρήστη. Υπό αυτή την οπτική, σε αρκετά από τα σημεία της εργασίας καταδεικνύεται ότι ο πελάτης βρίσκεται κάτω από μια διπλή πίεση. Από την  μία θεωρείται (ενίοτε) ως ο κύριος υπεύθυνος για την ύπαρξη και διατήρηση της εμπορίας γυναικών, και από την άλλη βρίσκεται καταιγιζόμενος από μια σειρά προκλήσεων που τον προτρέπουν και μάλιστα τον ωθούν στην κατανάλωση των σεξουαλικών υπηρεσιών τους.

Πέραν όμως του ότι ο πελάτης -ή ο εν δυνάμει πελάτης- εκτίθεται σε αντιθετικές επιρροές, αντιμετωπίζει σε πολλές περιπτώσεις και το πρόβλημα της μη συνεπούς εφαρμογής της νομοθεσίας από τα ίδια τα κράτη και τα αρμόδια για την επιβολή του νόμου όργανά του.

Στο ερώτημα: πώς μπορεί να αποθαρρυνθεί η ζήτηση διαπιστώνεται ότι η καταστολή της συμπεριφοράς του πελάτη δεν αρκεί, ιδίως έτσι όπως είναι διαμορφωμένο το πλαίσιο που περιορίζεται μόνο την άμεση γνώση του για τη θυματική ιδιότητα. Βεβαίως και θα πρέπει να διευρυνθεί καλύπτοντας και την έμμεση γνώση που είναι συχνότατη στις σχετικές περιπτώσεις και πίσω από την οποία σήμερα βρίσκει άλλοθι ο πελάτης για να δικαιολογήσει την υποτιθέμενη «άγνοιά» του. Το βασικό πρόβλημα έγκειται στην ανυπαρξία ομοιόμορφης -σε υπερεθνικό επίπεδο- νομοθεσίας, η οποία ωστόσο με τη σειρά της προσκόπτει στο γεγονός ότι η εφαρμογή των διεθνών κειμένων εξαρτάται πρώτα από την κύρωσή τους από όλα τα κράτη, στη συνέχεια από την ομοιόμορφη ενσωμάτωση των διατάξεων σε εθνικό επίπεδο και τέλος, από την εφαρμογή τους από τα δικαστήρια, αλλά και φυσικά από τη βούληση των κρατών για διακρατική συνεργασία.

Ωστόσο, το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την ποινικοποίηση συμπεριφορών και τη θέσπιση κατασταλτικών μέτρων. Η θέσπιση των νόμων συνιστά μια μορφή πρόληψης, αλλά η ποινική πρόληψη θα πρέπει να συμπληρώνεται με άλλες μορφές πρόληψης που συνδέονται με την κοινωνική παρέμβαση.

Το δεύτερο κεφάλαιο εξετάζει σε δύο ενότητες τις τελευταίες νομολογιακές τάσεις σε υπερεθνικό και εθνικό επίπεδα για την εμπορία ανθρώπων. Η έννοιες της δουλείας και της εμπορίας ανθρώπων προσεγγίζονται υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία και υπογραμμίζεται η ευθύνη του κράτους για την πρόληψη της εμπορίας και την προστασία των υπηκόων του σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζεται η εθνική νομολογία, τονίζοντας ωστόσο την ανυπαρξία διώξεων και καταδικαστικών αποφάσεων των πελατών στη σωματεμπορία και αναπτύσσοντας κάποιους προβληματισμούς σχετικά με την απόδειξη της κολάσιμης συμπεριφοράς του πελάτη.

Το Δεύτερο Μέρος (εμπειρική προσέγγιση του θέματος) αποτελείται από 10 κεφάλαια.

Το πρώτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στο πρόβλημα της εμπορίας ανθρώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση και της ζήτησης σεξουαλικών υπηρεσιών από πρόσωπα θύματα εμπορίας, όπως αυτά αντιμετωπίστηκαν στο πλαίσιο της πολιτικής και της διεθνούς έρευνας, δίνοντας συγχρόνως και το στίγμα της δικής μας ερευνητικής προσέγγισης.

Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται σε θέματα Μεθοδολογίας.  Εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους επελέγη η ποιοτική έρευνα, τα προβλήματα που συνδέονται με τη δειγματοληψία των λεγομένων «αφανών πληθυσμών», ο τρόπος με τον οποίο αυτά αντιμετωπίστηκαν στη δική μας έρευνα, καθώς επίσης και η μέθοδος που ακολουθήθηκε κατά την παραγωγή και ανάλυση των δεδομένων της έρευνας.

Το τρίτο κεφάλαιο εξετάζει το φαινόμενο της ζήτησης αμειβόμενων σεξουαλικών υπηρεσιών σε μια παγκοσμιοποιημένη και «εκσεξουαλισμένη» καταναλωτική κοινωνία της αγοράς, και περιγράφει πώς αυτό διαμορφώθηκε υπό την επήρεια του «trafficking» σε καθεμία από τις τρεις συμμετέχουσες στην έρευνα χώρες.

Το τέταρτο κεφάλαιο πραγματεύεται το θέμα των χώρων. Η ζήτηση και η κατανάλωση σεξουαλικών υπηρεσιών δεν αναπτύσσονται ανεξάρτητα από τους χώρους, στους οποίους προσφέρονται αυτές οι υπηρεσίες. Ιδιαίτερα μετά την ανάδειξη  του αγοραίου έρωτα σε κεντρική δραστηριότητα ελευθέρου χρόνου στις δυτικές κοινωνίες, το είδος, η αισθητική, η άνεση και η κοινωνική αποδοχή των χώρων προσφοράς σεξουαλικών και σεξουαλικοποιημένων υπηρεσιών διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη και διαμόρφωση της ζήτησης.

Το πέμπτο κεφάλαιο παρακολουθεί την εξέλιξη του φαινομένου της εμπορίας και της αναγκαστικής εκπόρνευσης γυναικών σε καθεμία από τις χώρες, όπως την προσέλαβαν και την αφηγήθηκαν κατά τις συνεντεύξεις τους οι πελάτες και οι πληροφοριοδότες της έρευνας. Εξετάζεται η αντίληψη που έχει για το «trafficking» ο πελάτης και η ικανότητα του να διακρίνει τα θύματα εμπορίας. Επίσης σχολιάζεται το φαινόμενο της κοινωνικής ανεκτικότητας, της συγκάλυψης και της κανονικοποίησης της κατανάλωσης σεξουαλικών υπηρεσιών, των υπηρεσιών από θύματα εμπορίας συμπεριλαμβάνομενων.

Το έκτο κεφάλαιο εξετάζει τα κίνητρα και το υποκειμενικό νόημα, με τα οποία επενδύει ο πελάτης-καταναλωτής τη ζήτηση. Η ζήτηση παρουσιάζεται σε όλη την πολυπλοκότητα των νοημάτων με τα οποία συνδέεται. Στο κεφάλαιο αυτό θίγονται ζητήματα, τα οποία προκύπτουν από τη φιλελευθεροποίηση της σεξουαλικής συμπεριφοράς, τα φεμινιστικά κινήματα, την αποϊεράρχηση και τον εκδημοκρατισμό στις σχέσεις των δύο φύλων. Οι σύγχρονες ιδεολογικές, κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις και η διατάραξη των παραδοσιακών έμφυλων σχέσεων προξενούν στους άνδρες  αβεβαιότητες, απογοητεύσεις, κρίσεις ταυτότητας και αντιφατικότητα συμπεριφοράς και αυτά βρίσκουν την ιδιαίτερη έκφρασή τους στον τομέα των σεξουαλικών σχέσεων και της ζήτησης.

Το έβδομο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στις αντιλήψεις, τις στάσεις και τις συμπεριφορές των πελατών έναντι των αλλοδαπών εκδιδομένων γυναικών. Εδώ εξετάζονται μεταξύ άλλων το προφίλ των αλλοδαπών εκδιδομένων, όπως αυτό προσλαμβάνεται από τους πελάτες, οι αξιολογήσεις και τα στερεότυπα των πελατών για τις αλλοδαπές εκδιδόμενες, ο βαθμός και το είδος της επικοινωνίας ανάμεσα στον πελάτη και την εκδιδόμενη, καθώς και οι δύο ακραίες εκδηλώσεις των σχέσεων αυτών, ο έρωτας και η κακοποίηση.

Το όγδοο κεφάλαιο τοποθετεί το θέμα της ζήτησης αλλά και των σχέσεων ανάμεσα στον πελάτη και την εκδιδόμενη στο ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της φιλελεύθερης καπιταλιστικής οικονομίας και της κοινωνίας της αγοράς. Η παγκοσμιοποιημένη φιλελεύθερη οικονομία και ιδεολογία μετασχηματίζει τις διανθρώπινες σχέσεις σε σχέσης απλής εμπορικής συναλλαγής, τις οποίες διέπουν οι κανόνες και οι επιταγές της ηθικής της αγοράς και του δικαίου των συμβάσεων. Η ζήτηση εκ μέρους των πελατών διέπεται από τις αρχές αυτές, όπως καθίσταται φανερό από τις διηγήσεις τους.

Στο ένατο κεφάλαιο καταβάλλεται προσπάθεια ανίχνευσης των αντιδράσεων στην περίπτωση που ο πελάτης θα αναγκασθεί εκ των πραγμάτων να αποβάλει την αυτοαναφορική του συμπεριφορά και να συνειδητοποιήσει το δράμα του θύματος εμπορίας. Οι αντιδράσεις ποικίλλουν από χώρα σε χώρα και από πελάτη σε πελάτη. Γίνεται αναφορά στην ενδεχόμενη διάθεση των πελατών να βοηθήσουν το θύμα εμπορίας, καθώς επίσης και στους ανασταλτικούς παράγοντες, οι οποίοι καθηλώνουν πολλούς από τους πελάτες στο επίπεδο των καλών προθέσεων. Τέλος συζητείται το ερώτημα, κατά πόσον υφίσταται μια αγορά για εξαναγκασμένες γυναίκες.

Το δέκατο κεφάλαιο περιγράφει με συντομία τις απόψεις των πελατών και των πληροφοριοδοτών για τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις που έχει η εμπορία γυναικών και η παρουσία των αλλοδαπών εκδιδομένων για την οικογένεια, αλλά και την τοπική κοινωνία και οικονομία.

Η συμβολή της έρευνας πεδίου συνίσταται στα ακόλουθα:

  • Ερευνά την εμπορία γυναικών για σεξουαλική εκμετάλλευση από της πλευράς της ζήτησης και συγκεκριμένα από της πλευράς του πελάτη, δίνοντας έμφαση στις βιωμένες εμπειρίες και στην υποκειμενική νοηματοδότηση της ζήτησης από μέρους του πελάτη. Το θέμα αυτό μέχρι και του έτους 2007, οπότε διεξήχθη η παρούσα έρευνα, είχε ελάχιστα ερευνηθεί διεθνώς.
  • Επιχειρεί για πρώτη φορά μια σύγκριση ανάμεσα σε χώρα της Δυτικής Ευρώπης και χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε θέματα ζήτησης.
  • Συμβάλλει ουσιαστικώς στη εννοιολογική διευκρίνιση του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων, της σωματεμπορίας και του λεγόμενου « trafficking» σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.
  • Παρουσιάζει πλήρως επικαιροποιημένο το ισχύον σήμερα νομικό καθεστώς για την εμπορία ανθρώπων σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδα.
  • Υπογραμμίζει τις τάσεις της νομολογίας σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδα
  • Τονίζει τις δυσκολίες στην εφαρμογή διατάξεων που πηγάζουν από διεθνείς συμβάσεις και
  • Θέτει προβληματισμούς ως προς την ποινικοποίηση της συμπεριφοράς του πελάτη.

Οι περιορισμοί της έρευνας πεδίου συνίστανται στο ότι:

  • Εστιάζει σε 3 μόνον από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στην Ελλάδα, στην Γερμανία και στην Κύπρο.
  • Ως ποιοτική έρευνα, βασίζεται σε ένα περιορισμένο δείγμα συνολικώς 141 συμμετεχόντων και από τις 3 χώρες και κατά συνέπεια τα ευρήματα της δεν είναι γενικεύσιμα.

Η δημοσίευση τελειώνει με κοινά συμπεράσματα και των τριών συγγραφέων (σελ.639-645). Τονίζεται η σημασία της υπερεθνικής νομοθεσίας  για την αντιμετώπιση της ζήτησης. Εντούτοις υπογραμμίζεται ότι απαιτείται μια περισσότερο πολύπλευρη προσέγγιση που να λαμβάνει υπόψη της και να βασίζεται στα πραγματικά δεδομένα της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Υπάρχει ανάγκη δημιουργικών προτάσεων που να μπορούν να ανταγωνιστούν τις επιδράσεις της αγοράς, της διαφήμισης, των ΜΜΕ, αντισταθμίζοντάς τες και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια πλέον υπεύθυνη στάση προς τον συνάνθρωπό μας, αντί μιας εκμεταλλευτικής στάσης στο πλαίσιο της οποίας ο ‘Άλλος’ ανάγεται σε μέσο για την επίτευξη των δικών μας σκοπών και σε αναλώσιμο είδος.