Τίτλος Δημοσίευσης

Η προληπτική χρήση του Διαδικτύου στο όνομα της ασφάλειας και οι παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των προσωπικών δεδομένων

Συγγραφέας

Αθανασία Π. Συκιώτου

Δημοσιευμένη έρευνα

Σε Σύμμεικτα προς τιμή του Ομοτ. Καθηγ. Πέτρου Παραρά με τίτλο: Το Δημόσιο Δίκαιο σε Εξέλιξη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2012, σελ.987-1005.

Περίληψη

Στη μελέτη αυτή εξετάζεται η  προληπτική χρήση του Διαδικτύου σε σχέση με τη συρρίκνωση των ατομικών ελευθεριών.

Ο χρήστης του Διαδικτύου σήμερα φαίνεται ανίσχυρος μπροστά στις πάσης φύσεως εισβολές στην ιδιωτική ζωή και προσωπική ελευθερία του, αφού ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπος με τον εξής κίνδυνο: είτε να πέσει θύμα εγκληματικών ενεργειών τρίτων μέσω του Διαδικτύου, απέναντι στις οποίες οι διωκτικές αρχές συχνά φαίνονται ανίσχυρες να τον βοηθήσουν λόγω των εγγυήσεων που έχουν τεθεί για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής, είτε να πέσει θύμα των ενεργειών της ίδιας της κρατικής μηχανής που ανά πάσα στιγμή εκείνη το επιθυμεί μπορεί να διεισδύσει μέσω των δυνατοτήτων του Διαδικτύου στην ιδιωτικότητά του με πρόσχημα την πρόληψη σοβαρών εγκληματικών πράξεων, ιδίως τρομοκρατικών.

Στο ερώτημα: Τι είναι πιο επικίνδυνο; Η αδυναμία αποτελεσματικής καταστολής εγκληματικών συμπεριφορών που τελούνται μέσω Διαδικτύου, ή η προληπτική και προεγκληματική επέμβαση των κρατικών αρχών στην ιδιωτική ζωή των πολιτών, η συγγραφέας απαντά ότι τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη περίπτωση βρισκόμαστε αντιμέτωποι με παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής που τις περισσότερες φορές μένουν ατιμώρητες λόγω προβλημάτων σχετικών με τη δίωξη.

Στη παρούσα μελέτη η συγγραφέας αναλύει σε δύο ενότητες τους προληπτικούς ελέγχους και την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των προσωπικών δεδομένων σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.

Στην πρώτη ενότητα η συγγραφέας επισημαίνει ότι στο πλαίσιο της χρήσης του Διαδικτύου (από οποιαδήποτε όργανα ελέγχου με σκοπό την προληπτική αποτροπή μελλοντικής εγκληματικής απειλής) εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος «φακελώματος» όλων των πολιτών και η συρρίκνωση των ατομικών ελευθεριών τους με πρόσχημα την πιθανή τέλεση σοβαρού εγκλήματος, ιδίως τρομοκρατικών απειλών. Σ’αυτή την περίπτωση η συγγραφέας θεωρεί ότι γίνεται ταυτόχρονη παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας προσωπικών δεδομένων. Ο προληπτικός έλεγχος του Διαδικτύου μπορεί να έχει και την έννοια της μείωσης της επικοινωνίας. Ωστόσο, ενώ η εκ των προτέρων μείωση της επικοινωνίας στο Διαδίκτυο με εισαγωγή ειδικών φίλτρων δεν επεμβαίνει στην «ιδιωτικότητα» (π.χ. φίλτρα για αποφυγή αποστολής spams, ιών, επικοινωνίας με ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου), αλλά αντίθετα την προστατεύει, ο προληπτικός έλεγχος με στόχο τον εντοπισμό (δήθεν) εγκληματικών ενεργειών μπορεί να καταλήξει στην επέμβαση στην ιδιωτική ζωή και σε παραβίαση προσωπικών δεδομένων.

Η συγγραφέας επισημαίνει ότι η χρήση του Διαδικτύου στο πλαίσιο προληπτικού ελέγχου παρουσιάζει τον κίνδυνο να επιτρέψει σε κάποιους την εισβολή και παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του ατόμου και των προσωπικών του δεδομένων, φτάνοντας μέχρι τη δημιουργία αρχείου (φακελώματος), για εξυπηρέτηση οποιωνδήποτε συμφερόντων είτε αυτή η χρήση νομιμοποιείται κάτω από την προληπτική αποτροπή μελλοντικής εγκληματικής ενέργειας στο όνομα της ασφάλειας, είτε όχι. Μετά το τρομοκρατικό κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων του ατόμου έχουν καμφθεί υπό την πίεση της παγκοσμιοποιημένης διάστασης της ασφάλειας και οδηγούμαστε (πιθανότατα και να έχουμε ήδη φτάσει) σε ένα παγκόσμιο αστυνομοκρατούμενο μοντέλο στους σκοπούς του οποίου το Διαδίκτυο παρέχει εξαιρετική συνδρομή.

Η συγγραφέας αναφέρεται στα «οιονεί» εθνικά όργανα που αποκαλεί «οιονεί» γιατί αυτά έχουν συσταθεί σύμφωνα με τις επιταγές της Ε.Ε. (με ενσωμάτωση Οδηγιών ή εφαρμογή Αποφάσεων-πλαισίων της Ε.Ε.), όπως η Επιτρο­πή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας την οποία θεωρεί υπεύθυνη για επίσημο φακέλωμα, αφού στις αρμοδιότητές της είναι να συγκεντρώνει, διερευνά και αξιολογεί τις πληροφο­ρίες που διαβιβάζονται σε αυτήν, τονίζοντας ότι για πρώτη φορά ο νόμος προβλέπει τη δυνατότητα διερεύνησης και αξιολόγησης κάθε πληροφορίας (σχετική με συναλλαγές ή δραστηριότητες, σχετιζόμενες με πράξεις που τιμωρούνται από τον νόμο), που περιέρχε­ται σε γνώση της Επιτροπής και από το Διαδίκτυο. Επίσης αναφέρεται και στις αρμοδιότητες της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών υπογραμμίζοντας ότι το είδος των πληροφοριών που συλλέγει προληπτικώς η παραπάνω αρχή και την αξιοποίησή τους, ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει επακριβώς.

 Στην δεύτερη ενότητα η συγγραφέας αναφέρεται στους προληπτικούς ελέγχους που διενεργούνται σε υπερεθνικό πλαίσιο, όπως οι ψηφιακές περιπολίες, η παρακολούθηση υπόπτων στο Διαδίκτυο και η διενέργεια ερευνών σε υπολογιστές μέσω Διαδικτύου, που εντάσσονται στην στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, αφενός ενισχύεται η συνεργασία διωκτικών αρχών, ώστε να ανταποκρίνονται ταχύτερα σε αιτήματα συνεργασίας για ηλεκτρονικά εγκλήματα και αφετέρου, δημιουργείται βάση δεδομένων που περιέχει αναφορές για διάπραξη εγκλημάτων του κυβερνοχώρου στην οποία έχει πρόσβαση η Europol. Ωστόσο, η συγγραφέας επισημαίνει ότι οι προληπτικοί έλεγχοι και έρευνες μέσω Διαδικτύου, καταργούν πλήρως το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής όλων των χρηστών του Διαδικτύου, αδιακρίτως, δηλ. είτε είναι εγκληματίες, είτε όχι. Άλλωστε, δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση η προεγκληματική επέμβαση, παρά μόνον ίσως για τη ματαίωση των εγκληματικών σχεδίων και όχι για τη δημιουργία μητρώου «επικινδύνων». Απ’ότι φαίνεται στην πράξη οι αστυνομικές αρχές θα έχουν επίσημα πια το δικαίωμα να εισέρχονται μέσω Διαδικτύου σε δεδομένα και να ερευνούν και προεγκληματικά. Ήδη τα τελευταία χρόνια, τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν υιοθετήσει μια σειρά από μέτρα που αφήνουν αρκετές χαραμάδες για αμφιβόλου νομιμότητας ενέργειες με πρόσχημα την προφύλαξη κυρίως από την τρομοκρατία. Από την άλλη πλευρά λαμβάνεται μέριμνα από την Ε.Ε. σχετικά με την προστασία των ατόμων από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων ή την ελεύθερη κυκλοφορία τέτοιων δεδομένων η οποία απαιτεί από τα Κράτη μέλη την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και ιδιαίτερα του δικαιώματός τους στην ιδιωτικότητα. Ωστόσο, όπως τονίζει η συγγραφέας τα μέτρα αυτά υπονομεύονται από διμερείς συμφωνίες όπως αυτή μεταξύ Κοινότητας και ΗΠΑ για τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων επιβατών αεροπορικών μεταφορών που επιτρέπει την ηλεκτρονική διασύνδεση αρχείων βάσει του εγκληματικού προφίλ που δημιουργούσε ένα ειδικό πρόγραμμα. Στη συνέχεια επισημαίνει ότι το Συμβούλιο της Ε.Ε. προώθησε πρόταση Απόφασης-πλαίσιο για τη χρήση των δεδομένων των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών και συνδέεται στενά με άλλα συστήματα συλλογής και χρήσης δεδομένων των επιβατών, ιδίως δε τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η συγγραφέας σημειώνει ότι το σημαντικό στην Απόφαση-πλαίσιο είναι ότι οι υφιστάμενες αρχές, οι οποίες εντάσσονται στο Σύστημα πληροφοριών Schengen (SIS Ι και ΙΙ), στην Europol, στη Eurojust και στο σύστημα τελωνειακών πληροφοριών του τρίτου πυλώνα θα συγχωνευθούν σε μια ενιαία αρχή ελέγχου, ωστόσο αυτό από τη μια πλευρά είναι θετικό γιατί ενοποιεί τον αποσπασματικό χαρακτήρα της προστασίας, από την άλλη όμως, δημιουργεί ασάφεια ως προς τον τρόπο λειτουργίας αυτής της ενιαίας αρχής και ιδιαίτερα με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο των επί μέρους αρχών δεδομένου ότι η πρόταση προβλέπει ότι αυτό παραμένουν σε ισχύ και επισημαίνει τα σημεία της κριτικής του Ευρωπαίου Επόπτη προστασίας δεδομένων που εντοπίζονται κυρίως στο ότι το σχέδιο της Απόφασης αποδυναμώνει την προστασία των προσωπικών δεδομένων τονίζοντας χαρακτηριστικά την ασάφεια της διατύπωσης του σχεδίου, ιδίως ως προς την περιγραφή των νόμιμων σκοπών επεξεργασίας.

Η μελέτη καταλήγει στη διαπίστωση ότι η δημόσια ασφάλεια αναδεικνύεται σήμερα σε μείζον διακύβευμα της Αντεγκληματικής Πολιτικής, άρρηκτα συνδεδεμένο τόσο με το δικαίωμα των πολιτών στην ασφάλεια, όσο και με την ασφάλεια των δικαιωμάτων των πολιτών, ωστόσο, στο όνομά της ασφάλειας δεν επιτρέπεται για κανένα λόγο να καταλύονται εγγυήσεις και να προσβάλλονται ατομικές ελευθερίες. Με πρόσχημα την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, σήμερα περισσότερο από ποτέ, οι ατομικές ελευθερίες παραβιάζονται όχι μόνο σε επίπεδο κατασταλτικό, αλλά και προληπτικό από τις κρατικές αρχές, χωρίς να υπάρχει αποτελεσματικό πλέγμα προστασίας των πολιτών, χρηστών του Διαδικτύου, κατά των αυθαιρεσιών των κρατικών οργάνων.

Το ποινικό σύστημα όλο και περισσότερο τυποποιεί εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης, με συνέπεια τούτο να δημιουργεί την ανάγκη για έγκαιρη πρόγνωση του εγκλήματος, άρα και προληπτικής καταστολής του. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται πολιτική έγκαιρης πληροφόρησης για την διάπραξη του εγκλήματος (κυρίως του διακρατικού), γεγονός που ανάγει τον κάθε πληροφοριοδότη σε πολύτιμο συνεργάτη των κρατικών αρχών και παράγοντα της Αντεγκληματικής Πολιτικής. Έτσι, τόσο η καταστολή, όσο και (κυρίως) η πρόληψη γίνονται όλο και περισσότερο έργο των μυστικών υπηρεσιών. Όλα αυτά αποτελούν προφανή υποχώρηση από το φιλελεύθερο μοντέλο Αντεγκληματικής Πολιτικής.