Τίτλος Δημοσίευσης

Terrorism and Human Rights

Συγγραφέας

Αθανασία Π. Συκιώτου

Δημοσιευμένη έρευνα

Σε: Cuadernos Constitucionales (Department of Constitutional Law and Political Science of the University of Valencia), Τόμος 62, 2011, σελ.203-232.

Περίληψη

Η μελέτη αυτή στην αγγλική γλώσσα αφορά στη συρρίκνωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και την αλλαγή στην αντεγκληματική πολιτική των κρατών μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Η συγγραφέας ξεκινά με τη διαπίστωση ότι η τρομοκρατία μοιάζει με στον ολοκληρωτισμό, με την έννοια ότι όποιος σκοτώνει έναν αθώο πολίτη προκειμένου να επιβάλει τις απόψεις του ακολουθεί μια ολοκληρωτική ιδεολογία. Ωστόσο, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας δεν πρέπει να νομιμοποιεί την κατάργηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των οργάνων που διασφαλίζουν την προστασία τους.

Γεγονός είναι ότι σε απάντηση στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η «αντιτρομοκρατική πολιτική», τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο οδήγησε σταδιακά τον περιορισμό- ή ακόμη και την κατάργηση, σε πολλές περιπτώσεις -των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αμέσως μετά τα γεγονότα, τα κράτη έστρεψαν την προσοχή τους στην επανεκτίμηση της ασφάλειάς τους. Αύξησαν τις εξουσίες των οργάνων επιβολής του νόμου και ιδίως των αστυνομικών και μυστικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της δύναμης να ανακρίνουν και να κρατούν άτομα, να παρακολουθούν ιδιωτικές επικοινωνίες και να διεξαγάγουν έρευνες σε ιδιωτικές κατοικίες και σε προσωπικά είδη, χωρίς δικονομικές εγγυήσεις, έκαναν αυστηρότερους τους ελέγχους στα σύνορα εμποδίζοντας την πρόσβαση στο έδαφός τους όχι μόνο μεταναστών αλλά ακόμη και καλόπιστων αιτούντων άσυλο· και ενέκριναν διάφορες διαδικασίες καταγραφής υπόπτων και κατασκευής προφίλ, οι οποίες έμοιαζαν να στοχοποιούν ορισμένες ομάδες αποκλειστικά και μόνο λόγω φυλής, εθνικότητας ή θρησκείας. Με δύο λέξεις: ξεκίνησαν άμεσα έναν «προκαταρκτικό αντιτρομοκρατικό πόλεμο».

Ωστόσο, πολλά από τα μέτρα που υιοθετήθηκαν φαίνεται να είναι δυσανάλογα προς την δεχθείσα απειλή, ή ξένα προς το στόχο της ενίσχυσης της εθνικής ασφάλειας. Επιπλέον, πολλά από αυτά τα μέτρα παραβίαζαν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα,  που τα κράτη μέλη είχαν δεσμευτεί να προασπίσουν, ορισμένα των οποίων θεωρούνταν ως δικαιώματα που δεν επιδέχονται εξαίρεσης ακόμη και σε περιόδους έκτακτης ανάγκης. Μεταξύ των μέτρων που λήφθηκαν στο όνομα της ασφάλειας ήταν μυστικές συλλήψεις, αμφίβολες συνθήκες κράτησης, αναστολή της ελεύθερης επικοινωνίας με συνήγορο, έκτακτα στρατοδικεία, πάγωμα λογαριασμών για άτομα ή για οργανώσεις που υποτίθεται ότι σχετίζονταν με την τρομοκρατία και όλα αυτά χωρίς τις στοιχειώδεις δικονομικές εγγυήσεις. Η διαδικασία και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνταν για να προστεθούν τα ονόματα στη λίστα των τρομοκρατών ήταν αδιαφανής, αφού τα ονόματα των ατόμων και των οργανώσεων κοινοποιούνταν αμέσως δημόσια χωρίς καμία ευκαιρία να επανεξεταστεί η εγγραφή τους, οι μηχανισμοί για την εφαρμογή του συστήματος αποδέσμευσης περιουσιακών αγαθών ήταν ανεπαρκής, και επιπλέον δεν υπήρχε κανένας μηχανισμός προσφυγής κατά της εγγραφής στον κατάλογο των τρομοκρατών.

Πολλά κράτη θέσπισαν νέα νομοθεσία σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Οι εξουσίες έρευνας και επιτήρησης ενισχύθηκαν, ενώ αντίθετα η δικαστική εποπτεία επ’αυτών αποδυναμώθηκε Προθεσμίες για τη διατήρηση δεδοµένων από τηλεπικοινωνίες επεκτάθηκαν και εγγυήσεις σχετικά με τη συλλογή και την πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποδυναμώθηκαν τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Κυβερνητικές υπηρεσίες απαίτησαν όλο και περισσότερα προσωπικά δεδομένα από επιβάτες αεροπορικών εταιρειών, από αλλοδαπούς, φοιτητές και αιτούντες άσυλο, ενώ δεν υπήρξε καμία αντίστοιχη αύξηση των μέτρων προστασίας κατά της κατάχρησης. Επιπλέον, πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν με τη χρήση έκτακτων αρμοδιοτήτων για τη διεξαγωγή των τρομοκρατικών ερευνών δεν περιορίστηκαν στη χρήση μόνο για τις εν λόγω έρευνες. Επίσης, ορισμένα κράτη περιόρισαν και την ελευθερία της έκφρασης εν γένει, αλλά και της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης.

Νέες μέθοδοι ανάκρισης υιοθετήθηκαν μέσω της χρήσης βασανιστηρίων και απάνθρωπης και εξευτελιστικής συμπεριφοράς. Η Ευρώπη δεν ήταν άμοιρη ευθυνών σε αυτή την εξέλιξη, δεδομένου ότι είναι γνωστό ότι επέτρεπε την απαγωγή υπόπτων από το έδαφός της, που κατέληγαν στο Γκουαντάναμο ή σε άλλες μυστικές φυλακές κράτησης σε ευρωπαϊκές χώρες.

Συνέπεια των παραπάνω ήταν τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία αναπτύχθηκαν με τόσο κόπο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, να έχουν διαβρωθεί υπό τις πιέσεις που ασκούνταν από την εκστρατεία κατά της τρομοκρατίας. Η συγγραφέας υπογραμμίζει στο σημείο αυτό ότι οποιαδήποτε αντιτρομοκρατική εκστρατεία υπονομεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ηθικά κατάπτυστη και αυτοκαταστροφική.

Ευτυχώς σχετικά γρήγορα αναπτύχθηκε μια απάντηση υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα εθνικά δικαστήρια των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας απαίτησαν το κλείσιμο του Γκουαντάναμο και δήλωσαν την αναρμοδιότητα των έκτακτων στρατιωτικών επιτροπών για να κρίνουν «υπόπτους» τρομοκρατίας. Στις 11 Ιουλίου 2002, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης εξέδωσε μια σειρά κατευθυντήριων γραμμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, τονίζοντας ότι τα βασανιστήρια και άλλες μορφές απάνθρωπης και εξευτελιστικής συμπεριφοράς πρέπει να απαγορευθούν αυστηρά, καθώς και η καταδίκη σε θάνατο ενός τρομοκράτη. Η συγγραφέας στο σημείο αυτό αναφέρεται στα μέτρα που λήφθηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως απάντηση στον περιορισμό των δικαιωμάτων από την τρομοκρατία (ενότητα 2) και επισημαίνει ποια θεμελιώδη δικαιώματα δεν υπόκεινται σε εξαίρεση ακόμη και σε περίοδο πολέμου (ενότητα 3).

Στη συνέχεια η συγγραφέας αναφέρεται στον ασαφή, αυθαίρετο και ευρύ –κατά τη γνώμη της- ορισμό της τρομοκρατίας (ενότητα 4). Ασαφείς ή/και υπερβολικά ευρείς ορισμοί της τρομοκρατίας εμπεριέχουν ένα βαθμό αβεβαιότητας και κινδύνου ποινικοποίησης συμπεριφορών που δεν έχουν καμία σχέση με την τρομοκρατία. Οι ορισμοί αυτοί μπορεί να οδηγήσουν σε ερμηνείες που περιορίζουν τη νόμιμη άσκηση των θεμελιωδών πολιτικών δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία της έκφρασης, το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι ή του συνεταιρίζεσθαι. Επιπλέον, οι ορισμοί αυτοί προσφέρονται για επιλεκτική εφαρμογή κατά ομάδων της εκάστοτε αντιπολίτευσης με βάση πολιτικά κριτήρια. Κατά συνέπεια, οι ορισμοί αυτοί ταιριάζουν περισσότερο σε αυταρχικά καθεστώτα. Μια άλλη ανησυχητική τάση, είναι ότι τέτοιου είδους νόμοι εισάγονται μέσω ταχύτατων νομοθετικών διαδικασιών που δίνουν λίγο χρόνο σε κοινοβουλευτικό έλεγχο και δημόσια συζήτηση.

Στο Συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ δεν επιτεύχθηκε συναίνεση σχετικά με το κατά πόσον ένας ορισμός της τρομοκρατίας θα πρέπει να καλύπτει και την κρατική τρομοκρατία και πού θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός μεταξύ τρομοκρατίας και νόμιμων αγώνων ενάντια στην καταπίεση των λαών. Επί του παρόντος, πρέπει να σημειωθεί ότι σχεδόν όλοι οι κώδικες ποινικού δικαίου στην Ευρώπη προβλέπουν περισσότερο μορφές συμμετοχής σ’ένα γενικό πλαίσιο τρομοκρατικών ενεργειών. Πολλές χώρες δεν αναφέρεται καν στη συγκεκριμένη πράξη της τρομοκρατίας, αλλά τιμωρούν διάφορα είδη συμμετοχής ως γενικές μορφές συμμετοχής. Οι ορισμοί της τρομοκρατίας συχνά περιλαμβάνουν όχι μόνο μια περιγραφή του δράστη και των πράξεων, αλλά γίνεται συχνά προσπάθεια να καθορίσουν τα κίνητρα των δραστών. Αυτό τείνει να είναι ιδιαίτερα προβληματικό, διότι εμπεριέχει πάντοτε μια κρίση σχετικά με τους ιδεολογικούς ή πολιτικούς στόχους των δραστών.

Στην πέμπτη ενότητα η συγγραφέας κάνει τον συσχετισμό της τρομοκρατίας με το οργανωμένο έγκλημα τονίζοντας τις ομοιότητες. Συγκεκριμένα οι δράστες που ενεργούν σε οποιαδήποτε οργανωμένη εγκληματική ομάδα έχουν παρόμοιες υλικοτεχνικές ανάγκες όσον αφορά τη συγκεκαλυμμένη κυκλοφορία αγαθών, προσώπων και χρημάτων. Και οι τρομοκράτες λειτουργούν χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους με κάθε άλλη μορφή του οργανωμένου εγκλήματος όπως ξέπλυμα χρήματος, παράνομη χρήση όπλων, βίας και άλλων μορφών εξαναγκασμού. Επίσης, συχνά η δομή λειτουργίας είναι η ίδια.

Η έκτη ενότητα είναι αφιερωμένη στα μέτρα κατά της τρομοκρατίας σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδα. Η συγγραφέας καταλήγει στο ότι είναι προφανές ότι έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας η οποία σήμερα φαίνεται να χαρακτηρίζεται από τη διεθνή της ανάπτυξη. Ωστόσο, θεωρεί ότι είναι τουλάχιστον περίεργο το ότι οι περισσότεροι κανόνες δικαίου υποφέρουν από σαφήνεια σχετικά με την έννοια της τρομοκρατίας σα να μη μπορεί να καθοριστεί ή σαν τα κριτήρια για τον ορισμό της να έχουν αφεθεί επίτηδες χαλαρά.

Το κλίμα του φόβου εξαπλώνεται τόσο γρήγορα, που είναι σχεδόν αδύνατο να σταθεί κανείς ανεξάρτητος και να μιλήσει ανοιχτά χωρίς τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί ως «φίλος των εχθρών» ή ακόμη και «συνεργός» τους. Σ’αυτό το κλίμα αναπτύχθηκε η θεωρία του «δικαίου του εχθρού» όπως έχει υποστηρίξει ο Jakobs, όπου όμως ο εχθρός δεν μπορεί να ορισθεί με σαφήνεια. Και στην περίπτωση αυτή, αν δεν υπάρχουν σαφή κριτήρια για το ποιος είναι ο εχθρός, υπάρχει κίνδυνος να δούμε ως εχθρό όποιον στέκεται ενάντια στα συμφέροντα του κράτους (όποια και αν είναι αυτά). Ωστόσο, το κράτος –ακόμη και στο όνομα της ασφάλειας– δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μεταχειρίζεται μια κατηγορία ανθρώπων ως εχθρούς στερώντας τους τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Η παραβίαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που ρυθμίζονται από το δίκαιο μπορεί να οδηγήσει σε κυρώσεις, αλλά ποτέ δεν μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια της ιδιότητας του προσώπου στο δίκαιο, επειδή αυτό πάντα παραμένει αναλλοίωτο.

Η συγγραφέας κλείνει υπογραμμίζοντας ότι είναι υποχρέωσή μας και καθήκον μας να υποστηρίζουμε συνεχώς τον πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να διασφαλίζουμε ότι καμία παρέκκλιση δεν μπορεί να λάβει χώρα κάτω υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος πρέπει να ενισχυθεί το δικαίωμα της κοινωνίας των πολιτών να συμμετέχουν ενεργά σε κάθε αρχή λήψης αποφάσεων ιδίως στην αντιτρομοκρατική πολιτική.