Τίτλος Δημοσίευσης

Εγκληματολογία και Τοξικολογία. Προσέγγιση δύο επιστημών με αφορμή τα δηλητήρια και τις δηλητηριάσεις

Συγγραφέας

Αθανασία Π. Συκιώτου

Μονογραφία

Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Εκδ. Σάκκουλα, 2021, σσ. 403

Περίληψη

Τα δηλητήρια ως τοξικές ουσίες που μπορούν να επιφέρουν τον θάνατο ή τη μόνιμη ή παροδική βλάβη της υγείας ανθρώπων ή ζώων ενδιαφέρουν την Εγκληματολογία, κατά το μέρος που η χρήση τους συνδέεται κυρίως με κάποια εγκληματική πράξη. Η διερεύνηση του  ζητήματος στο πλαίσιο του παρόντος έργου καταδεικνύει την εξαιρετικά μεγάλη έκταση των εγκληματικών πράξεων, που συνδέονται με τη χρήση τοξικών ουσιών και στρέφονται τόσο κατά ανθρώπων, όσο και κατά ζώων, καθώς και την ποικιλία της εγκληματικής δράσης (σε καιρό ειρήνης ή πολέμου/ εγκλήματα στοχευμένα σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή ζώα/ εγκλήματα που συνδέονται με τη ρύπανση του περιβάλλοντος ή τη νοθεία τροφίμων), αλλά και των δραστών (μεμονωμένοι δράστες ή ομάδες/ φυσικά ή νομικά πρόσωπα). Στις υποθέσεις δηλητηριάσεων καταφαίνεται πόσο συνδεδεμένες είναι οι επιστήμες της Εγκληματολογίας και Τοξικολογίας. Η απόδειξη συγκεκριμένων εγκλημάτων που σχετίζονται με τη χρήση τοξικών ουσιών παρουσιάζει αρκετές δυσχέρειες, αλλά καθίσταται φυσικά αδύνατη χωρίς τη συνδρομή της επιστήμης της Τοξικολογίας για τον εντοπισμό της τοξικής ουσίας.

Το παρόν έργο είναι πρωτότυπο, γιατί είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται προσέγγιση των επιστημών της Εγκληματολογίας και της Τοξικολογίας στη διεθνή βιβλιογραφία. Πέρα από την προσέγγιση των δύο επιστημών, το έργο συνενώνει τομείς και ζητήματα, που φαινομενικά δεν συνδέονται μεταξύ τους και εξετάζονται για πρώτη φορά υπό το πρίσμα της Εγκληματολογίας. Ξεκινώντας στο πρώτο μέρος την προσέγγιση των κυριότερων δηλητηρίων με την καταγραφή των ιδιοτήτων των ορυκτών, φυτικών, ζωικών, χημικών και συνθετικών δηλητηρίων, αλλά και αυτών που βρίσκονται στο οικιακό ή αγροτικό περιβάλλον, η συγγραφέας προχωρά στο δεύτερο μέρος στην προσέγγιση των δηλητηριάσεων με υποθέσεις που σχετίζονται με τη χρήση των δηλητηρίων και, καταρρίπτοντας μύθους (όπως η δηλητηρίαση της Κλεοπάτρας) και στερεότυπα, όπως αυτό που θέλει τα δηλητήρια να είναι το προσφιλές μέσο των γυναικών εγκληματιών, καταλήγει στην υπογράμμιση της σχέσης της δηλητηρίασης με την επιθετική συμπεριφορά και την εγκληματικότητα.

Το έργο της συγγραφέως δεν περιορίζεται στην εξέταση μόνο των δηλητηριάσεων προσώπων, αλλά επεκτείνεται και στη δηλητηρίαση ζώων τόσο συντροφιάς, όσο και της άγριας πανίδας, για να καταδείξει τελικά το τεράστιο εύρος της θεματικής. Περνώντας από την εξέταση ποικίλων και διαφορετικών μεταξύ τους θεμάτων όπως από την ρύπανση του περιβάλλοντος και τα τοξικά απόβλητα, μέχρι τη χρήση χημικών όπλων, τη δηλητηρίαση τροφίμων, τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς ή τα πειράματα σε ζώα, υπογραμμίζει τους ποικίλους κινδύνους δηλητηρίασης τόσο για τους ανθρώπους όσο για τα ζώα. Παράλληλα, διερευνά τη σκιαγράφηση της προσωπικότητας του δράστη τόσο του ανθρωποκτόνου, όσο και του ζωοκτόνου, τονίζοντας, ότι οι δράστες δεν είναι μόνο φυσικά πρόσωπα, αλλά και νομικά. Από τα στατιστικά στοιχεία που παρουσιάζονται, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, διαπιστώνεται ότι οι δηλητηριάσεις προσώπων από φυσικά πρόσωπα είναι ελάχιστες σε σχέση με τις αντίστοιχες των ζώων, αλλά δεν υπάρχει σύγκριση όταν συνυπολογίζεται η δράση των νομικών προσώπων με χρήση τοξικών ουσιών τόσο σε καιρό ειρήνης, όσο και σε πόλεμο.

Στο τρίτο μέρος του έργου, η συγγραφέας επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση των δηλητηριάσεων από τη νομοθεσία και τη νομολογία. Οι διατάξεις καταδεικνύεται ότι είναι διάσπαρτες σε διάφορα εθνικά και υπερεθνικά κείμενα, η συλλογή των οποίων καθίσταται ακόμη πιο δύσκολη λόγω του εύρους των αντικειμένων που καλύπτουν, ωστόσο το έργο καταφέρνει να τις συνενώσει και να τις παρουσιάσει εύληπτα και συνοπτικά. Αντίθετα από τη νομοθεσία, η νομολογία δεν φαίνεται εκτενής, γιατί οι υποθέσεις που φτάνουν στα δικαστήρια είναι ελάχιστες, λόγω έλλειψης αποδείξεων, ιδίως στις περιπτώσεις δηλητηριάσεων ζώων.

Είναι σημαντικό ότι στο έργο  της, η συγγραφέας υπογραμμίζει στο τελευταίο κεφάλαιο τα θεσμικά κενά και τις πρακτικές δυσκολίες σε σχέση με την αντιμετώπιση των δηλητηρίων και των δηλητηριάσεων, καθώς και τα προβλήματα στην απόδειξη των εγκλημάτων και στη δίωξη των δραστών, ιδίως στην περίπτωση των πολυεθνικών εταιρειών που φαίνεται να διαφεύγουν της δικαιοσύνης.

Τελικά, αποδεικνύεται πόσο αλληλένδετη είναι η σχέση των δύο επιστημών, αφού για την ταχεία διερεύνηση των δηλητηριάσεων, προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη ικανοποιητικού αριθμού ιατροδικαστικών υπηρεσιών και τοξικολογικών εργαστηρίων και η στελέχωση τους, αλλά και ο εξοπλισμός τους με μηχανήματα νέας τεχνολογίας, διαφορετικά αν υστερεί αυτός ο τομέας, υστερεί μοιραία και η απόδοση τη Δικαιοσύνης.