Τίτλος Δημοσίευσης
Εμπορία Ανθρώπων στα Βαλκάνια. Θύμα, δράστης και κατασταλτικές στρατηγικές
Συγγραφέας
Αθανασία Π. Συκιώτου
Μονογραφία
δημοσιευμένη στις Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 2003 [σσ.367]
Περίληψη
Η παρούσα μονογραφία αποτελεί την πρώτη στην ελληνική βιβλιογραφία εγκληματολογική συγκριτική μελέτη για το θέμα της εμπορίας ανθρώπων στα Βαλκάνια. Η μελέτη εξετάζει το φαινόμενο της εμπορίας ανθρώπων κυρίως με σκοπό την εργασιακή και σεξουαλική εκμετάλλευση και με σκοπό την επαιτεία, καθώς και το (πρόσφατο τότε για τις περισσότερες χώρες της Βαλκανικής) νομοθετικό πλαίσιο για την εμπορία ανθρώπων αναλύοντας τα μέτρα πρόληψης, προστασίας και καταστολής που έχουν ληφθεί τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Συγκεκριμένα, η μονογραφία διαρθρώνεται σε τέσσερα μέρη. Εισαγωγικά, καθορίζεται το πεδίο έρευνας και αναλύεται η μεθοδολογία που υιοθετείται. Στο πλαίσιο της μονογραφίας ακολουθείται ο γενικός ορισμός που δίνει το Πρωτόκολλο του ΟΗΕ «για την πρόληψη, καταπολέμηση και τιμωρία της εμπορίας ανθρώπων ιδίως των γυναικών και παιδιών που συμπληρώνει τη Σύμβαση του ΟΗΕ για την καταπολέμηση του Διακρατικού Οργανωμένου Εγκλήματος».
Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στην περιγραφή του φαινομένου σε κάθε χώρα της Βαλκανικής. Οι χώρες που αποτελούν αντικείμενο της μελέτης είναι -γεωγραφικά κατατασσόμενες- οι εξής: Ελλάδα, Αλβανία, (η τότε ακόμη:) Ένωση Σερβίας-Μαυροβουνίου, Κροατία, Σλοβενία, Βουλγαρία και Ρουμανία. Επίσης, οι περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας στις οποίες είχαν αναπτύξει δράση ειρηνευτικές δυνάμεις –όπως η ΠΓΔΜ, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κοσσυφοπέδιο, εξετάζονται σε ξεχωριστή ενότητα λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν ως περιοχές ένοπλων συγκρούσεων και του γεγονότος ότι οι ειρηνευτικές δυνάμεις συνέβαλαν στην ανάπτυξη του φαινομένου στις περιοχές αυτές.
Στο πρώτο μέρος τονίζεται ο διεθνής χαρακτήρας του φαινομένου και παρουσιάζονται οι δύο βασικές μορφές της εμπορίας που πραγματεύεται η μελέτη: η σωματεμπορία και η εμπορία με σκοπό την εργασιακή εκμετάλλευση. Σε ιδιαίτερη ενότητα αναλύονται οι δυσκολίες αξιολόγησης των στατιστικών στοιχείων, δεδομένου ότι κάθε χώρα υπολογίζει με τον δικό της τρόπο τα στοιχεία και βασίζεται σε διαφορετικό ορισμό του εγκλήματος, γεγονός που δεν συμβάλλει στην κατανόηση του πραγματικού εύρους του φαινομένου. Επίσης σε ξεχωριστή ενότητα εξετάζεται ως ιδιαίτερη όψη του φαινομένου, η εμπορία με σκοπό την εξώθηση ανηλίκων στην επαιτεία, στην Ελλάδα και την Αλβανία, δεδομένης της έκτασης που είχε λάβει το φαινόμενο στη χώρα μας με ανηλίκους κυρίως από την Αλβανία. Στη συνέχεια, εξετάζεται η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και προτείνονται μέτρα για την πρόληψη και την προστασία των θυμάτων.
Το τέλος του πρώτου μέρους είναι αφιερωμένο στους άξονες της εμπορίας και στη μελέτη των ισχυρών δικτύων που διαχειρίζονται την εμπορία ανθρώπων στα Βαλκάνια.
Το δεύτερο μέρος αφιερώνεται κυρίως στην ανάλυση των χαρακτηριστικών του δράστη και του θύματος, στις μεθόδους που υιοθετούν ο δράστες για να στρατολογούν τα θύματά τους, στους παράγοντες που διευκολύνουν τη δημιουργία του φαινομένου της εμπορίας και τέλος στις μεθόδους επανένταξης των θυμάτων.
Σε ιδιαίτερη ενότητα επιχειρείται σύνδεση της εμπορίας ανθρώπων με το οργανωμένο έγκλημα και την παράνομη μετανάστευση. Παρατηρείται ότι τα δίκτυα εμπορίας δρουν χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους με κάθε άλλη μορφή οργανωμένου εγκλήματος, γι’αυτό και σε διεθνές επίπεδο οι προσπάθειες έχουν επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση ταυτόχρονα του οργανωμένου εγκλήματος, της εμπορίας και της παράνομης μετανάστευσης. Η μεταφορά λαθρομεταναστών και η εμπορία ανθρώπων πραγματοποιούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ακολουθώντας τους ίδιους δρόμους και τις ίδιες μεθόδους. Ωστόσο, κάθε μετανάστης είναι ένα εν δυνάμει θύμα εμπορίας, αφού όποιος δεν μπορεί να μεταναστεύσει νόμιμα ή να πληρώσει τα ποσά που απαιτούνται για να διαβεί τα σύνορα λαθραία, καταλήγει σχεδόν πάντα στα χέρια των δουλεμπόρων. Έτσι, οι μετανάστες συχνά κρατούνται από τους διακινητές και εκβιάζονται για να αποπληρώσουν με παράνομη εργασία ή σεξουαλικές υπηρεσίες το τίμημα της μεταφοράς τους. Αυτό το ιδιαίτερο καθεστώς εμπορίας -η ομηρία προς αποπληρωμή χρέους- αποτελεί αντικείμενο εξέτασης σε ιδιαίτερη ενότητα.
Στην επόμενη ενότητα του ιδίου μέρους παρουσιάζονται οι πιο χαρακτηριστικοί παράγοντες ανάπτυξης του φαινομένου της εμπορίας όπως π.χ., η άσχημη οικονομική κατάσταση μιας χώρας ή οι ένοπλες συγκρούσεις. Γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στους παράγοντες ζήτησης και στους παράγοντες προσφοράς.
Το τέλος του δευτέρου μέρους αφιερώνεται στο θέμα της αποκατάστασης και επανένταξης των θυμάτων.
Στο τρίτο μέρος εξετάζονται οι κεντρικοί άξονες της διαχείρισης του φαινομένου και συγκεκριμένα τα μέτρα για την πρόληψη και προστασία του θύματος και οι κατασταλτικές στρατηγικές σε εθνικό, διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τα μέτρα που λαμβάνονται σε διεθνές επίπεδο επικεντρώνονται στις προσπάθειες που έχουν γίνει στο πλαίσιο του ΟΗΕ (αναλύεται το Πρωτόκολλο «για την πρόληψη, καταπολέμηση και τιμωρία της εμπορίας ανθρώπων ιδίως των γυναικών και παιδιών που συμπληρώνει τη Σύμβαση του ΟΗΕ για την καταπολέμηση του Διακρατικού Οργανωμένου Εγκλήματος»), της Interpol, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Μεταξύ των κανόνων και μέτρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της εμπορίας αναλύονται οι Αποφάσεις-Πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι προσπάθειες της Europol και η συμβολή του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν (SIS Ι και ΙΙ). Από τα μέτρα του Συμβουλίου της Ευρώπης εξετάζεται ιδιαίτερα το (τότε ακόμη) σχέδιο της Σύμβασης κατά της εμπορίας ανθρώπων.
Στην επόμενη ενότητα αναλύεται το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο κατά της εμπορίας σε κάθε χώρα της Βαλκανικής από αυτές που έχουν οριστεί στο πρώτο μέρος.
Στο τέταρτο μέρος παρατίθεται παράρτημα με τα σχετικά διεθνή και ευρωπαϊκά κείμενα, καθώς και το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο κατά της εμπορίας των χωρών της Βαλκανικής.
Η βιβλιογραφία περιλαμβάνει δημοσιεύματα στην ελληνική, αγγλική και γαλλική γλώσσες.