Τίτλος Δημοσίευσης

Η έννοια του θύματος στην εμπορία ανθρώπων

Συγγραφέας

Αθανασία Π. Συκιώτου

Δημοσιευμένη έρευνα

Μελέτη δημοσιευμένη στον τιμητικό τόμο για τον Ιω. Μανωλεδάκη ΙΙ, Εκδ. Σάκκουλα, 2007, σσ.1167-1188 και προδημοσίευση στο περιοδικό Ποινικά Χρονικά, 2006, σσ.684-693

Περίληψη

Η μελέτη θέτει μια σειρά από ερωτήματα που διατυπώνονται για πρώτη φορά σχετικά με την έννοια του θύματος εμπορίας ανθρώπων.

Συγκεκριμένα ερωτάται: Πόσο ευρεία μπορεί να είναι η έννοια του θύματος στην εμπορία ανθρώπων και πόσο ταυτίζεται με το στερεότυπο που ενδεχομένως μπορεί να έχομε στο μυαλό μας; Ποια είναι η έννοια του θύματος σύμφωνα με τις αρχές του ποινικού δικαίου και πώς έχει διαμορφωθεί τελικώς με τις τελευταίες νομοθετικές παρεμβάσεις; Τι σημασία έχει ο χαρακτηρισμός ενός ατόμου ως θύματος στην εμπορία ανθρώπων; Και ποια σημασία, ακόμη, μπορεί να έχει το χρονικό σημείο του χαρακτηρισμού του ως θύματος; Μπορεί άραγε να προστατευθεί ένα θύμα εμπορίας όπως το θύμα οποιουδήποτε εγκλήματος με βάση την θεμελιώδη αρχή της μη διάκρισης των θυμάτων ή μήπως στην πραγματικότητα δεν ισχύει η αρχή γι’αυτή την κατηγορία των θυμάτων; Ποια από αυτά τα ερωτήματα έλαβε άραγε υπόψη του ο νομοθέτης -και κυρίως ο Έλληνας νομοθέτης- πριν υιοθετήσει τις ρυθμίσεις σχετικά με την εμπορία ανθρώπων;

Στο πρώτο ερώτημα η συγγραφέας απαντά ότι ο μέσος καθημερινός άνθρωπος τείνει να ταυτίζει το θύμα εμπορίας αποκλειστικά με το θύμα σωματεμπορίας, θεωρώντας εσφαλμένα ότι θύμα εμπορίας ανθρώπων είναι μόνο το θύμα σωματεμπορίας ξεχνώντας τα θύματα  των άλλων μορφών της εμπορίας ανθρώπων, όπως τα θύματα εργασιακής εκμετάλλευσης ή ακόμη, τα θύματα αφαίρεσης οργάνων. Επίσης, υπάρχει η τάση να συγχέεται η σωματεμπορία με τη μαστροπεία και οι δυο μαζί με την οικειοθελή πορνεία. Στη μελέτη τονίζεται ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ της έννοιας της εμπορίας ανθρώπων -όπως έχει επικρατήσει διεθνώς- και αυτής που έχει υιοθετηθεί σε εθνικό επίπεδο. Ο Έλληνας νομοθέτης περιορίζει την εμπορία ουσιαστικά σε τρεις μορφές: της σωματεμπορίας, της εμπορίας με σκοπό την εργασιακή εκμετάλλευση και της αφαίρεσης οργάνων.

Στο δεύτερο ερώτημα για το πώς έχει διαμορφωθεί τελικώς ή έννοια του θύματος μετά και τις τελευταίες νομοθετικές ρυθμίσεις, η συγγραφέας, αφού επισημαίνει ότι η έννοια αυτή για τον υπερεθνικό νομοθέτη είναι ευρεία, θέτει κάποιους προβληματισμούς που έχουν εύλογα δημιουργηθεί σχετικά με την έννοια του θύματος μετά τις τροποποιήσεις που εισήχθησαν από τον Ν.3064/2002 και κυρίως από τον Ν.3386/2005 για την εμπορία ανθρώπων.

Η συγγραφέας θεωρεί ότι με τις τροποποιήσεις του Ν.3064/02 μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής κατηγορίες θυμάτων στο άρθ.323 Α: α) τα «απλώς θύματα», β) τα «ευάλωτα θύματα» και γ) τα «ιδιαιτέρως ευάλωτα» θύματα, ενώ στο 351 ΠΚ εκτός από τις τρεις παραπάνω κατηγορίες μπορούμε διακρίνουμε και άλλες τρεις κατηγορίες ακόμη «ιδιαιτέρως ευάλωτων» θυμάτων: α) τα θύματα που χαρακτηρίζονται από πνευματική αδυναμία β) τα θύματα που χαρακτηρίζονται από κουφότητα και γ) και τα θύματα που έχουν σχέση συγγενείας ή εξάρτησης με τον δράστη.

Στη συνέχεια εντοπίζονται τα ατοπήματα του Ν.3386/2005 που έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι ο νόμος δίνει ένα ορισμό για το θύμα εμπορίας που καλύπτει και μια σειρά άλλων συναφών εγκλημάτων, όπως: της δουλείας, της μαστροπείας και της ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής. Το ερώτημα που γεννάται είναι γιατί ο νομοθέτης προσθέτει τα παραπάνω εγκλήματα και γιατί μόνο αυτά, δεδομένου ότι ξέχασε να συμπεριλάβει και τα θύματα πορνογραφίας ανηλίκων ή διευκόλυνσης αλλότριας ακολασίας, όπως άλλωστε είχε πράξει και με τον Ν.3064/2002 που εξαιρούσε από την αρωγή που πρόσφερε στα θύματα και τα δύο προαναφερθέντα εγκλήματα.

Ακολούθως αναπτύσσονται και τα ατοπήματα του ευρωπαίου νομοθέτη σχετικά με την έννοια του ιδιαίτερα ευάλωτου θύματος στην Απόφαση-πλαίσιο της 19.7.2002. Ακολούθως, η συγγραφέας αναλύει δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία του θύματος στην εμπορία/σωματεμπορία: την ανυπαρξία συναίνεσης -ή εν πάση περιπτώσει αλλοιωμένης συναίνεσης, και το στοιχείο της εκμετάλλευσης.

Επισημαίνεται ότι συνήθως η έννοια της εκμετάλλευσης συνδέεται με την κερδοσκοπία, αλλά όχι πάντα. Συχνά, το θύμα εμπορίας κατά την τέλεση του εγκλήματος και κατά τη διάρκεια της εκμετάλλευσής του, στερείται την ελευθερία του ή την ελευθερία κίνησής του και πολλές φορές –προτού το θύμα καταστεί αντικείμενο της κατ’εξοχήν εκμετάλλευσης- γίνεται αντικείμενο αγοραπωλησίας. Η στέρηση αυτή της ελευθερίας του θύματος της εμπορίας οδηγεί την συγγραφέα πρώτα στην προσέγγιση της έννοιας της δουλείας τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο αναφέροντας επιπλέον και τη σχετική εθνική νομολογία και τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Η συγγραφέας εξετάζει επίσης τη νομολογία που έχει αναπτύξει το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία πάνω στην έννοια της δουλείας σε σχέση με την εμπορία ανθρώπων. Στη συνέχεια αναλύεται η έννοια της εργασιακής εκμετάλλευσης υπό το πρίσμα της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ και η ενότητα κλείνει με τη σφαιρική προσέγγιση της έννοιας της εκμετάλλευσης εστιάζοντας ιδιαίτερα στην έννοια της γενετήσιας εκμετάλλευσης. Στο σημείο αυτό τονίζεται ότι ο νόμος 3064/02 προσδίδει στην γενετήσια εκμετάλλευση ένα ευρύ περιεχόμενο, διευρύνοντας σκοπίμως την έννοια του αξιοποίνου σε σχέση με την ίδια διάταξη πριν την τροποποίησή της.

Στα ερωτήματα τι σημασία έχει η αναγνώριση ενός ατόμου ως θύματος στην εμπορία ανθρώπων και το χρονικό σημείο της αναγνώρισης, η συγγραφέας τονίζει τη μεγάλη σημασία της αναγνώρισης για την προστασία του θύματος από ενδεχόμενη απέλαση αναλύοντας τις σχετικές διατάξεις του Ν. 3386/05.

Στο τελευταίο ερώτημα αν τελικώς μπορεί να προστατευθεί ένα θύμα εμπορίας όπως το θύμα οποιουδήποτε εγκλήματος με βάση την αρχή της μη διάκρισης των θυμάτων ή μήπως δεν ισχύει η αρχή γι’αυτή την κατηγορία των θυμάτων, η συγγραφέας καταλήγει ότι υπάρχει δυσμενής διάκριση των θυμάτων εμπορίας απ’όλα τα υπόλοιπα θύματα, αφού τόσο οι εθνικές όσο και οι υπερεθνικές διατάξεις εξαρτούν ρητά την προστασία των θυμάτων εμπορίας από τη συνεργασία τους με τις αρχές, εκβιάζοντάς τα στην ουσία για την υπαγωγή τους στις προστατευτικές διατάξεις. Η συγγραφέας τονίζει ότι η δυσκολία της απόδειξης δεν αποτελεί σε καμμία περίπτωση λόγο νομιμοποίησης της διακριτικής μεταχείρισης των θυμάτων.

Η συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από τη μελέτη του νομοθετικού πλαισίου δεν είναι σαφές ούτε πιο είναι το θύμα της εμπορίας ανθρώπων, ούτε εάν τούτο προστατεύεται ικανοποιητικά. Επιπλέον, συνάγεται ότι από τα ερωτήματα που ετέθησαν στην αρχή της μελέτης, ελάχιστα φαίνεται να έλαβε υπόψη του ο Έλληνας νομοθέτης και μάλιστα, δεν φαίνεται ούτε να έδειξε την ευαισθησία που απαιτεί η αντιμετώπιση των  πιο ευάλωτων από τα θύματα όλων των βίαιων εγκλημάτων, αλλά ούτε και τη σύνεση που απαιτεί μια ορθολογική Αντεγκληματική πολιτική.