Τίτλος Δημοσίευσης
Η δεινή υποχρέωση στη ζωή ή η παρέμβαση της Αντεγκληματικής πολιτικής στη ρύθμιση της ζωής και του θανάτου
Συγγραφέας
Αθανασία Π. Συκιώτου
Δημοσιευμένη έρευνα
Μελέτη δημοσιευμένη στο περιοδικό: Δικαιώματα του Ανθρώπου, (40) 2008, σσ.1165-1211
Περίληψη
Η παρούσα μελέτη (45 σελίδων) περιστρέφεται γύρω από το εξής ερώτημα: Από τη στιγμή που δεν υφίσταται η δυνατότητα καθορισμού των ορίων και έτσι, της ποιότητας της ζωής μέχρι του τέλους της, και όταν με άλλα λόγια, κανείς εξαναγκάζεται να ζήσει παρά τη ρητή αντίθετη βούλησή του, τότε μήπως τελικά το δικαίωμα στη ζωή όχι μόνο κάμπτεται, αλλά αντίθετα μετατρέπεται σε «υποχρέωση» και μάλιστα δεινή;
Η μελέτη εξετάζει με ποιο τρόπο έχει υπεισέλθει η Αντεγκληματική πολιτική στη ρύθμιση της ζωής και του θανάτου σε τρεις ενότητες:
Σε μια πρώτη ενότητα εξετάζεται η κάμψη του δικαιώματος στη ζωή.
Η συγγραφέας επισημαίνει ότι ενώ το δικαίωμα στον θάνατο δεν υπάρχει (: εν ευρεία εννοία δικαίωμα, γιατί με τη στενή έννοια του «αστικού δικαιώματος», τούτο θεωρείται νομικά αδύνατο), αντίθετα, σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει σαφής υποχρέωση στον θάνατο εκ μέρους του ατόμου, ενώ από άλλη οπτική, σε πολλές χώρες σε καιρό πολέμου, η υπεράσπιση του δικαιώματος στη ζωή όχι μόνο κάμπτεται, αλλά και τιμωρείται (λιποταξία σε καιρό πολέμου). Σε επόμενη υποενότητα μελετώνται οι διακυμάνσεις του δικαιώματος στον αυτοκαθορισμό με την ιδιαιτερότητα της άμβλωσης.
Στη δεύτερη ενότητα εξετάζεται το δικαίωμα στο να μη γεννιέσαι, εστιάζοντας στην μελέτη της γαλλικής νομολογίας, ιδίως την υπόθεση Perruche που απασχόλησε το Γαλλικό ακυρωτικό στις 17/11/2000, όπου ετέθη το ηθικό ζήτημα κατά πόσο στη περίπτωση που η μητέρα εμποδιστεί να προβεί σε ευγονική άμβλωση, η ίδια η γέννηση του παιδιού μπορεί να θεωρηθεί ως ζημία κατά την έννοια του αστικού δικαίου. Η απόφαση ήταν σημαντική, γιατί το δικαστήριο επεδίκασε αποζημίωση για το λάθος που έκαναν οι γιατροί να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί ανάπηρο, αντίθετα από τη βούληση της μητέρας. Στη συνέχεια, εξετάζεται η στροφή της νομολογίας και η νομοθετική παρέμβαση προς την αντίθετη κατεύθυνση με τον γαλλικό νόμο του 2002, που θεώρησε τελικώς ότι κανείς δεν μπορεί να διεκδικήσει αποζημίωση για ζημία που υπέστη εκ μόνου του λόγου της γεννήσεώς του.
Στην τρίτη ενότητα υπό τον τίτλο «το δικαίωμα στον θάνατο» μελετώνται οι παρεμβάσεις της Αντεγκληματικής πολιτικής στη ρύθμιση του θανάτου με δύο χαρακτηριστικές παραδείγματα: της αυτοκτονίας και της ευθανασίας εξεταζόμενα de lege lata. Στην περίπτωση της ευθανασίας η συγγραφέας στέκεται λίγο περισσότερο εξετάζοντας το ζήτημα και de lege ferenda, αναλύοντας τη στάση των γιατρών και παραθέτοντας τη νομοθεσία άλλων χωρών για το θέμα αυτό.
Η συγγραφέας επισημαίνει ότι το δικαίωμα στη ζωή συνδέεται άμεσα με το δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό του ατόμου, που ωστόσο και αυτό έχει διακυμάνσεις. Στη περίπτωση π.χ. της άμβλωσης είναι ισχυρό και απόλυτο, όταν βρίσκεται μέσα στο επιτρεπτό όριο της διακοπής της εγκυμοσύνης που θέτει ο νόμος και φτάνει μέχρι του σημείου να εξουδετερώσει το δικαίωμα στη ζωή του εμβρύου –έστω κι αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε παρά μόνο για εν δυνάμει ζωή-. Το παράλογο κατά την άποψη της συγγραφέως είναι ότι ενώ στις περιπτώσεις άμβλωσης για λόγους ευγονικής δεχόμαστε εμμέσως ότι δεν έχει δικαίωμα στη ζωή ένα παιδί που πρόκειται να γεννηθεί ανάπηρο με βαρειές βλάβες στην υγεία του, από τη στιγμή που αυτό θα γεννηθεί, στερείται του δικαιώματος (με την ευρεία πάντα έννοια) στην ευθανασία, ακόμη και αν, ενήλικος πια, εκφράσει ισχυρά τη βούληση του για κάτι τέτοιο.
Η απάντηση στο ερώτημα της αποδοχής ή όχι της ευθανασίας δεν μπορεί να αφεθεί αποκλειστικώς στην νομική επιστήμη, γιατί το αποτέλεσμα θα ήταν είτε παράλογο, είτε άδικο. Η συγγραφέας θεωρεί ότι πρέπει να εξετάζονται οι ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης πριν καταλήξει κανείς να απαντήσει θετικά ή αρνητικά. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στις περιπτώσεις των ατόμων που είναι στα πρόθυρα του θανάτου, αλλά έχουν σώας τα φρένας, στις περιπτώσεις των ατόμων που βρίσκονται σε κώμα και έχουν αφήσει προηγουμένως ισχυρά δήλωση βουλήσεως για την συγκεκριμένη περίπτωση και στις περιπτώσεις των ατόμων που πάσχουν μεν από ανίατη ασθένεια, αλλά αυτή είναι ακόμη σε αρχικό στάδιο.
Στην άποψη που θεωρεί ότι η ζωή είναι ένα κοινωνικό συμβόλαιο και όλοι έχουμε υποχρέωση να συνεισφέρουμε προς το κοινωνικό σύνολο, η συγγραφέας απαντά ότι όταν ένα άτομο δεν μπορεί αντικειμενικώς πια να συνεισφέρει θα πρέπει να του επιτρέπεται να απόσχει από τη σύμβαση αυτή.
Δεδομένου ότι, όπως δείχνουν οι στατιστικές αυξάνονται όλο και περισσότερο τα άτομα που προσβάλλονται από ανίατες ασθένειες κάθε χρόνο, οι προβλέψεις είναι ότι κράτη που σήμερα εναντιώνονται στην ευθανασία ασθενών που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο ανίατων νόσων θα αναγκαστούν να υιοθετήσουν πρακτικές ευθανασίας, αλλά αποκλειστικά για λόγους οικονομικούς, επειδή οι ασθενείς στοιχίζουν ακριβά στο δημόσιο και τα κρεβάτια των νοσοκομείων πρέπει να αδειάζουν. Η μελέτη κλείνει με την πρόταση-ερώτηση μήπως πριν φτάσουμε στο παραπάνω στάδιο (όπου ο ασθενής δεν θα ερωτάται καν), να δίναμε τη δυνατότητα επιλογής στους ασθενείς για τη συνέχιση ή όχι της ζωής τους. Στο τέλος της μελέτης παρατίθεται εκτενής βιβλιογραφία.