Τίτλος Δημοσίευσης

Η ευνοϊκότερη μεταχείριση των ανήλικων δραστών από το δίκαιο ανηλίκων: Πραγματικότητα ή ένας όμορφος μύθος;

Συγγραφέας

Αθανασία Π. Συκιώτου

Δημοσιευμένη έρευνα

Συμβολή στον τιμητικό τόμο Καλλιόπης Σπινέλλη, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2010, σσ.1003-1027 και προδημοσίευση στον Ποινικό Λόγο 2009 (1), σελ.363-378

Περίληψη

Η μελέτη εξετάζει το σύστημα μεταχείρισης των ανηλίκων στην Ελλάδα όπως είχε διαμορφωθεί από τον Ν.3189/2003 (και πριν από τον Ν.3860/2010).

Η μελέτη διαρθρώνεται σε δύο ενότητες. Η πρώτη αφορά στις ευνοϊκές συνέπειες του δικαίου ανηλίκων για τους ανήλικους σε σχέση με τους ενήλικους δράστες και η δεύτερη στις δυσμενείς  συνέπειες του δικαίου για τους ανήλικους σε σχέση με τους ενήλικους δράστες. Η μελέτη ξεκινά από την ιστορική αναφορά στα μοντέλα που εφαρμόστηκαν στο δίκαιο ανηλίκων με τελευταίο αυτό της εναρμόνισης των μοντέλων αφενός του κοινωνικού ελέγχου και αφετέρου του προνοιακού που στοχεύει στη  διαπαιδαγώγηση των ανηλίκων. Ωστόσο, η συγγραφέας διαπιστώνει ότι η εναρμόνιση αυτή είναι γεμάτη αντινομίες που γίνονται ιδιαίτερα αισθητές σε όλο το σύστημα του Δικαίου Ανηλίκων, αφού συχνά έχουν ως συνέπεια τη θεσμοθέτηση μέτρων που δεν αποβαίνουν πάντα σε όφελος των ανηλίκων δραστών.

Στην πρώτη ενότητα η συγγραφέας διαπιστώνει ότι αντίθετα από τις δυσμενείς συνέπειες του δικαίου ανηλίκων για τους ανήλικους δράστες, οι ευνοϊκές είναι κατά πολύ υπολειπόμενες και μάλιστα για αρκετές από αυτές προκύπτει μια σειρά από περαιτέρω δυσμενείς συνέπειες. Κατ’αρχάς, εξετάζονται οι ευνοϊκές συνέπειες για τους ανήλικους δράστες  όπως το μονιστικό σύστημα ποινών, η αρχή της μη δημοσιότητας της δίκης, η μη τέλεση κακουργημάτων κατά πλάσμα δικαίου, η έρευνα προσωπικότητας του εφήβου δράστη κατά το άρθ.239 παρ.2 εδ.2 ΚΠΔ. Μεταξύ άλλων η συγγραφέας θεωρεί ακόμη ως ευνοϊκές συνέπειες την ορισμένη διάρκεια της ποινής του ποινικού σωφρονισμού, το γεγονός ότι σε περίπτωση απόδρασης από ίδρυμα αγωγής δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα του άρθ.173ΠΚ (απόδραση κρατουμένου) και ότι οι ανήλικοι δράστες δεν υποβάλλονται στην αυτόφωρη διαδικασία.

Η συγγραφέας καταγράφει πάνω από είκοσι δυσμενείς συνέπειες, μεταξύ των οποίων το κατώτατο όριο του ποινικού σωφρονισμού (6 μήνες) που είναι κατά πολύ υψηλότερο σε σχέση με τα κατώτατα όρια της φυλάκισης (10 μέρες) για τους ενηλίκους, αλλά και με τα κατώτατα όρια ποινών που προβλέπονται για εγκλήματα ενηλίκων, την επιβολή αναμορφωτικών μέτρων, χωρίς προηγούμενη διαπίστωση ατομικής ευθύνης που έχει ως συνέπεια, την ανατροπή του τεκμηρίου της αθωότητος, τον εγκλεισμό σε ίδρυμα αγωγής ως περιοριστικό μέτρο και ως μέτρο πρόληψης, τη δυνητική ευχέρεια του δικαστηρίου για συνεκδίκαση με ενήλικα στα πλημμελήματα, αλλά και την δυνατότητα επιβολής αναμορφωτικού μέτρου από τον εισαγγελέα στο πλαίσιο της εισαγγελικής παράκαμψης, που κατά τη συγγραφέα με αυτό τον τρόπο υποκαθιστά τον δικαστή ανηλίκων, με συνέπεια το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στους ανηλίκους να καταστρατηγεί έτσι τη αρχή διάκρισης των λειτουργιών. Ακόμη, στην περίπτωση που απορριφθεί αίτηση ανηλίκου για απόλυση υπό όρο, αυτός μπορεί να υποβάλει νέα αίτηση μόνο μετά από δύο μήνες, ενώ στην αντίστοιχη περίπτωση ένας ενήλικος κρατούμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση μετά από ένα μήνα. Επιπλέον, δεν προβλέπεται ρητά (μέχρι τη συγγραφή της μελέτης) υποχρεωτικός διορισμός συνήγορος στα κακουργήματα των ανηλίκων, ούτε προβλέπεται δικαίωμα έφεσης αναίρεσης κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για κακούργημα, δεδομένου ότι κατά πλάσμα δικαίου οι ανήλικοι δεν τελούν κακούργημα. Στον κατάλογο των δυσμενών συνεπειών, η συγγραφέας προσθέτει την υποχρεωτική μαρτυρία συγγενών μέχρι δευτέρου βαθμού του ανηλίκου, το γεγονός ότι οι πειθαρχικές κυρώσεις στο σωφρονιστικό δίκαιο που αφορά τους ανηλίκους είναι ίδιες με αυτές των ενηλίκων και ακόμη ότι δεν υπάρχει (ακόμη) ειδικό σώμα δικαστών ανηλίκων με γνώσεις παιδοψυχολογίας.

Στο ερώτημα που θέτει η συγγραφέας στο τέλος αν τελικά «συμφέρει» να κριθεί κανείς ως ανήλικος δράστης απαντά λέγοντας ότι τελικά, μάλλον δεν «συμφέρει». Παρ’όλο που το ποινικό δίκαιο των ανηλίκων «κατασκευάστηκε» ως ευνοϊκότερο για τους ανηλίκους, στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα της μικρότερης ποσοτικά ή ελαφρότερης εγκληματικότητας, αλλά και του μη στιγματισμού, μειώνονται οι εγγυήσεις για τον δράστη και δημιουργείται εν τέλει ένα δίκαιο–άδικο. Η αρνητική κατάσταση που επικρατεί επιτείνεται από το γεγονός ότι στην πράξη ακόμη και πολλές από τις θεωρητικά ευνοϊκές ρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται.