Τίτλος Δημοσίευσης
Η σχολική βία και οι ατυχείς νέες ρυθμίσεις για το «bullying»
Συγγραφέας
Αθανασία Π. Συκιώτου
Δημοσιευμένη έρευνα
Ποινική Δικαιοσύνη, τεύχος 3-4/2016, σσ.247-252
Περίληψη
Η συγγραφέας θεωρεί ότι η σχολική βία είναι ευρύτερη του σχολικού εκφοβισμού γνωστού με τον όρο «bullying», τόσο ως προς τις μορφές και τους αποδέκτες, όσο και ως προς τις συνέπειές της. Για τη συγγραφέα, η σχολική βία είναι μία σειρά από εγκλήματα (μερικά από τα οποία σοβαρά) τα οποία τελούνται κυρίως στον χώρο του σχολείου, με δράστες άτομα από το σχολικό περιβάλλον που, ακριβώς λόγω των ιδιαίτερων σχέσεων που αναπτύσσουν σ’αυτόν τον χώρο, αντλούν δύναμη από τη συγκεκριμένη ομάδα (συνήθως συμμαθητών) που συμβάλλει είτε στην τέλεση, είτε στη διευκόλυνση των πράξεων τους. Ωστόσο, εκτός του ότι δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός ορισμός, τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι η ένταση, η έκταση και τα μέσα τέλεσης των πράξεων που συνδέονται με το φαινόμενο αυτό έχουν αλλάξει με τη συνδρομή και εξέλιξη των νέων τεχνολογιών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Στην πρώτη ενότητα η συγγραφέας εξετάζει τους αποδέκτες της σχολικής βίας η οποία μπορεί να εκδηλωθεί είτε σε οριζόντια είτε σε κάθετη μορφή, κατά προσώπων, αλλά και κατά πραγμάτων που ανήκουν σε πρόσωπα του σχολικού περιβάλλοντος ή στο σχολείο ή τις ίδιες τις κτιριακές δομές.
Στην δεύτερη ενότητα η συγγραφέας εξετάζει τις μορφές σχολικής βίας και τα μέσα τέλεσης αυτής και επισημαίνει ότι η σχολική βία χαρακτηρίζεται από μια ποικολομορφία που περιλαμβάνει ανεξαιρέτως όλες τις γνωστές μορφές βίας.
Στην τρίτη ενότητα, η συγγραφέας επικεντρώνεται στην παρουσίαση ερευνών για τη σχολική βία στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, από όπου προκύπτει η μεγάλη συχνότητα της σχολικής βίας.
Στην τέταρτη ενότητα, αναλύονται οι συνέπειες της σχολικής βίας, τις οποίες η συγγραφέας κατατάσσει σε δύο κατηγορίες: την άμεση θυματοποίηση, με ευθείες προσβολές, σωματικές βλάβες, κ.λπ. και την έμμεση θυματοποίηση, μέσω πράξεων που δεν επενεργούν απευθείας στο θύμα (όπως κοινωνική απομόνωση, αποκλεισμός του θύματος από ομαδικές δραστηριότητες) ή πράξεων που επεκτείνονται και θυματοποιούν και την οικογένεια του θύματος.
Την πέμπτη ενότητα η συγγραφέας αφιερώνει στην ανάλυση και κριτική του Ν.4322/2015, του οποίου τις ρυθμίσεις θεωρεί «ατυχείς».
Ο νομοθέτης επιχείρησε να ποινικοποιήσει το «bullying» τροποποιώντας τη διάταξη του άρθ.312 ΠΚ, ωστόσο οι νέες ρυθμίσεις χαρακτηρίζονται από προχειρότητα που δημιουργούν μια σειρά από προβλήματα που αντί να επιλύουν περιπλέκουν το ζήτημα. Μεταξύ άλλων, η συγγραφέας θωρεί ότι ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη του την επενέργεια του συγκεκριμένου χώρου στη διαμόρφωση της ομάδας και της απόφασης δράσης ούτε τις υποθέσεις που τελούνται καθ’έξη, αγνοώντας τον επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα τέτοιων πράξεων, πιστεύοντας μάλιστα ότι η σκληρή συμπεριφορά μεταξύ συνομηλίκων δεν είναι κάτι σοβαρό, γι’αυτό και δεν λαμβάνει κανένα μέτρο. Επίσης ο νομοθέτης δεν αξιολογεί καθόλου τον «διαδικτυακό εκφοβισμό» που είναι συχνός ιδίως μεταξύ ανηλίκων.
Η συγγραφέας καταλήγει τονίζοντας ότι για να αποφευχθούν τέτοιου είδους παραβατικές συμπεριφορές απαιτείται η υποχρεωτική πρόβλεψη στα σχολεία τεχνικών επίλυσης διενέξεων με την ενεργοποίηση του θεσμού των σχολικών διαμεσολαβητών και την ανάπτυξη κοινωνιογνωστικών δεξιοτήτων και βελτίωση των σχέσεων με την οικογένεια και συνομήλικους. Απαιτείται όμως και η πρόβλεψη ότι οι συστηματικές σκληρές συμπεριφορές όπως το «bullying» που τελούνται σε χώρο σχολείου ή λόγω σχέσεων που έχουν δημιουργηθεί εξ αφορμής αυτού θα τιμωρούνται ποινικά ανεξάρτητα από το ποια είναι η διαφορά ηλικίας μεταξύ δράστη και θύματος, ιδίως αυτές που τελούνται επανειλημμένα.