Τίτλος Δημοσίευσης

Νέες εξελίξεις στην ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: τα δύο σχέδια του Corpus Juris και η προοπτική μετά την Συνθήκη του Άμστερνταμ

Συγγραφέας

Αθανασία Π. Συκιώτου

Δημοσιευμένη έρευνα

Μελέτη δημοσιευμένη στον τόμο «Αντεγκληματική Πολιτική ΙΙΙ», Σειρά Ποινικά, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2003 και προδημοσίευση στα Ποινικά Χρονικά, (5), 2000, σσ.389-405

Περίληψη

Η παρούσα δημοσίευση αποτελεί μελέτη ευρωπαϊκής αντεγκληματικής πολιτικής, η οποία εξετάζει την εξέλιξη της πάταξης της ευρωαπάτης και τις κατά καιρούς προταθείσες κοινοτικές λύσεις.

Ειδικότερα, σχετικά με την ποινική καταστολή της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφέρονται οι προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία δέκα χρόνια από τα Κοινοτικά όργανα με σκοπό την εξεύρεση αποτελεσματικής λύσης στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.

Μετά τη διαπίστωση της αναποτελεσματικότητας των λύσεων που είχαν διερευνηθεί κατά καιρούς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μια μελέτη για τη διερεύνηση της δυνατότητας δημιουργίας ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου με τη σύσταση μίας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

Η μελέτη διαρθρώνεται γύρω από τις προτάσεις των ποινικών διατάξεων που συνέταξε η Επιτροπή και απετέλεσαν τα δύο σχέδια του  αποκαλούμενου Corpus Juris (βλ. κατωτέρω, η μετάφραση του πρώτου σχεδίου του Corpus Juris από τη γαλλική γλώσσα έγινε από εμένα και έχει ήδη δημοσιευθεί στις Εκδ. Α. Σάκκουλα).

Μετά από σύντομη εισαγωγή (Ι), γίνεται αναφορά των οδών που εξερευνήθηκαν πριν από το πρώτο σχέδιο του Corpus Juris και κρίθηκαν αναποτελεσματικές (ΙΙ) και συγκεκριμένα της εξομοίωσης του εθνικού δικαίου μετά την υπόθεση του «γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού» που υποχρέωνε τα κράτη μέλη να υιοθετούν ειδικές ποινικές διατάξεις  για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών προς εξασφάλιση  αποτελεσματικής καταστολής της ευρωαπάτης και της εναρμόνισης των νομοθεσιών μέσω συστάσεων με σκοπό την απάμβλυνση  των διαφορών των εθνικών κανόνων.

Στο επόμενο μέρος (ΙΙΙ) αναλύονται τα δύο σχέδια του Corpus Juris. Συγκεκριμένα, αναλύονται πρώτα οι θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τα σχέδια (ΙΙΙ.1) και κατόπιν οι ουσιαστικές (ΙΙΙ.2) και δικονομικές  διατάξεις (ΙΙΙ.3) του Corpus Juris. Ιδιαίτερα, αναλύονται οι διατάξεις που αφορούν στην αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης (ΙΙΙ.2.Α και ΙΙΙ.2.Β).

Στις δικονομικές  διατάξεις (ΙΙΙ.3), δίδεται έμφαση στις αρχές που διέπουν την ποινική δικονομία του Corpus Juris  και οι οποίες είναι η αρχή της ευρωπαϊκής εδαφικότητας, η αρχή της δικαστικής εγγυήσεως, της διεξαγωγής της δίκης κατ’αντιδικία και της συμπληρωματικής εφαρμογής του εθνικού δικαίου, και αναλύεται κάθε αρχή ξεχωριστά. Μια από τις πλέον σημαντικές δικονομικές αρχές που υιοθετεί το Corpus Juris είναι η αρχή της ευρωπαϊκής εδαφικότητας, η οποία κρίθηκε αναγκαία για να εξαλειφθούν οι ανομοιογένειες που είχαν παρατηρηθεί από το ένα εθνικό σύστημα στο άλλο, κυρίως στην προδικασία. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο χώρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρείται ως ενιαίος δικαστικός χώρος, και ως εκ τούτου οι πράξεις έρευνας και δίωξης μπορούν να πραγματοποιηθούν σαν να επρόκειτο να εκτελεσθούν επί εθνικού εδάφους. Αυτό επιλύει τις δυσχέρειες στη δικαστική συνδρομή και κυρίως καταργεί την έκδοση από το ένα κράτος στο άλλο. Στον ενιαίο αυτό δικαστικό χώρο η αρμοδιότητα δίωξης ανατίθεται σε μια Ευρωπαϊκή Εισαγγελική Αρχή της οποίας η διάρθρωση και τα καθήκοντα προβλέπονται λεπτομερώς από τις δικονομικές διατάξεις του Corpus Juris.

Στη συνέχεια αναλύονται διαδοχικά η αρχή της δικαστικής εγγυήσεως προς διασφάλιση της οποίας κρίθηκε απαραίτητος κατά την προδικασία ο δικαστικός έλεγχος από τον Δικαστή των ελευθεριών (που έχει ήδη αναλυθεί υπό τον τίτλο της αρχής της ευρωπαϊκής εδαφικότητας), καθώς και η δυνατότητα προσφυγής ενώπιον του ΔΕΚ. Στην ανάλυση της αρχής της κατ’αντιδικία δίκης τονίζεται ιδιαίτερα ότι η αρχή αυτή προϋποθέτει εν πρώτοις την ρητή αναγνώριση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Ωστόσο, σημειώνεται ότι στα πλαίσια της άμεσης και αποτελεσματικής καταστολής των εγκλημάτων που προσβάλλουν τα οικονομικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κατασταλτικός μηχανισμός δεν θα πρέπει να είναι τέτοιος που να θίγει ή να μην προστατεύει επαρκώς τον κατηγορούμενο, αλλά ούτε και τα δικαιώματα που του παρέχονται με τη δυνατότητα πολλαπλών προσφυγών ή με τις διαδικασίες ελέγχου της διαδικασίας να καθιστούν αναποτελεσματική την καταστολή.

[Στις διατάξεις που αφορούν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου συνέβαλα με την συμμετοχή μου στην ιδιαίτερη ομάδα που συγκροτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την μελέτη του δικαιώματος  υπεράσπισης στα εθνικά συστήματα των Κρατών μελών στα πλαίσια της μελέτης για τη διερεύνηση της δυνατότητας δημιουργίας ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου (βλ. επιστημονικές εργασίες στο πλαίσιο ερευνητικών προγραμμάτων, Les droits de la défense dans les Etats membres, 1996)].

Τέλος, γίνεται αναφορά στην αρχή της συμπληρωματικής –προς το Corpus Juris– εφαρμογής του εθνικού δικαίου σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας.

Στον επόμενο τίτλο εξετάζονται  οι τροποποιήσεις που εισήγαγε το δεύτερο σχέδιο του Corpus Juris σε σχέση με το πρώτο, σε μια προσπάθεια βελτίωσης των διατάξεών του.

Στη συνέχεια, εξετάζεται ένα από τα πλέον σημαντικά ζητήματα που εγείρονται με την  προσπάθεια υιοθέτησης του Corpus Juris: η εξεύρεση της κατάλληλης νομικής βάσης πριν τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η επίδραση της Συνθήκης του Άμστερνταμ, αλλά και της διάσκεψης του Τάμπερε στη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου. Τονίζεται ότι, αντί της ενίσχυσης της οριζόντιας δράσης για την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος που πρότεινε η διάσκεψη του Τάμπερε, θα πρέπει ενισχυθεί και η κάθετη που προτείνεται από το Corpus Juris.  Σημειώνεται, ωστόσο ότι με την ένταξη των νέων κρατών, εάν δεν επιτευχθεί εξεύρεση κατάλληλου νομικού πλαισίου για την υιοθέτηση του ενιαίου δικαστικού χώρου, θα δημιουργηθεί μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων.

Το τελευταίο μέρος της μελέτης είναι αφιερωμένο σε παρατηρήσεις σχετικά με τα προβλήματα που δημιουργούνται από την υιοθέτηση του Corpus Juris. Ένα από τα σημεία αυτά είναι σωρευτική εφαρμογή πολλών νομικών κειμένων για την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος, γεγονός που οδηγεί αντίστοιχα στην σωρευτική επιβολή κυρώσεων τόσο εθνικών, όσο κοινοτικών για το ίδιο ζήτημα. Επίσης, ένα άλλο σημείο που χρήζει βελτιώσεως είναι το περί ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων. Τέλος, τονίζεται ιδιαίτερα, ότι για το Corpus Juris ως «διοικητική ποινή μη ποινικής φύσεως» εννοείται διοικητικό μέτρο μη κατασταλτικού χαρακτήρα και γίνεται διαχωρισμός από τις διοικητικές κυρώσεις -την κατασταλτική φύση των οποίων έχει δεχθεί το ΕυρΔΔΑ. Για τις τελευταίες, το ΕΥρΔΔΑ έχει δεχθεί ότι –προκειμένου και αυτών περί κατασταλτικών κυρώσεων- πρέπει να περιβάλλονται με τις ίδιες εγγυήσεις που περιβάλλονται και οι ποινικές κυρώσεις. Καταλήγοντας, στη μελέτη προτείνεται αντί να υιοθετούνται προβληματικές λύσεις αντεγκληματικής πολιτικής -όπως αυτό του Corpus Juris να εφαρμοστεί ένα κάθετο κοινοτικό σύστημα διοικητικών κυρώσεων, το οποίο να συρρέει με το αντίστοιχο εθνικό ποινικό σύστημα κατά της απάτης, με την προϋπόθεση περιβολής των διοικητικών κυρώσεων από ένα πλέγμα εγγυήσεων, σύμφωνα με τις αρχές που πηγάζουν από τα εθνικά Συντάγματα και την ΕΣΔΑ, λαμβάνοντας υπ’όψη τη νομολογία του ΕυρΔΔΑ και του ΔΕΚ.