Τίτλος Δημοσίευσης

Οι δυσκολίες και η σημασία της αναγνώρισης ενός ατόμου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων

Συγγραφέας

Αθανασία Π. Συκιώτου

Δημοσιευμένη έρευνα

Ως συμβολή στον τιμητικό τόμο για τον Ιακ. Φαρσεδάκη. Προδημοσίευση στο περιοδικό Ποινική Δικαιοσύνη & Εγκληματολογία, (1) 2009, σελ. 25-34

Περίληψη

Η μελέτη πραγματεύεται το ζήτημα της αναγνώρισης σε ένα άτομο της ιδιότητας του θύματος εμπορίας.

Η αναγνώριση ενός θύματος εμπορίας δεν είναι εύκολη υπόθεση γιατί συχνά τα θύματα δεν φέρουν εξωτερικά τραύματα και δεν δύνανται να συνεργαστούν για την αναγνώρισή τους λόγω ψυχολογικών τραυμάτων, αλλά και λόγω πολιτισμικών, θρησκευτικών κλπ. αναστολών, ιδιαίτερα αν είναι ανήλικα.

Η μελέτη ξεκινά με την επισήμανση ότι πολλά άτομα ενδέχεται να μην έχουν καν συνείδηση της θυματοποίησής τους, ιδιαίτερα εάν αυτά είναι ανήλικα ή εάν εργάζονται ήδη στον χώρο των προσφερομένων σεξουαλικών υπηρεσιών. Επιπλέον, επειδή η εμπορία ανθρώπων παρουσιάζεται με πολλές μορφές, στις περιπτώσεις που έχει σκοπό την εργασιακή εκμετάλλευση του ατόμου, ενδέχεται το είδος ή οι συνθήκες της εργασίας να μην εκλαμβάνονται από τα θύματα πάντα ως εξαναγκαστικές ή ακούσιες.

Πόσο εύκολο είναι να αναγνωριστεί ένα θύμα εμπορίας ανθρώπων ιδιαίτερα όταν αυτό δεν το δηλώνει μόνο του και τι πρέπει να γνωρίζουν οι αρχές για να μπορέσουν να εντοπίσουν τα σημεία εκείνα που θα τους οδηγήσουν στον διαχωρισμό ενός θύματος εμπορίας από ένα απλό παράνομα –συνήθως- ευρισκόμενο στη χώρα αλλοδαπό. Δυστυχώς, πολύ συχνά οι αρμόδιες αρχές  ή, γενικά, τα άτομα που εργάζονται σε θέσεις από τις οποίες μπορούν να αναγνωρίσουν θύματα εμπορίας (αστυνομία, τελωνειακοί υπάλληλοι, επιθεωρητές εργασίας, υπάλληλοι σε προξενεία, κ.λπ.), δεν έχουν τις γνώσεις που απαιτούνται για τη διαδικασία αυτή.

Κατά την είσοδό τους στη χώρα, τα θύματα, εάν μεν εισέρχονται χωρίς έγγραφα ή εάν φέρουν πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα, κινδυνεύουν να θεωρηθούν λαθρομετανάστες και να τύχουν από τις αρχές μεταχείρισης που αρμόζει σε παράνομα εισερχόμενους, εάν δε εισέρχονται με νόμιμα έγγραφα, κινδυνεύουν να διαφύγουν της προσοχής των αρχών. Η προσπάθεια αναγνώρισης θυμάτων εμπορίας ανθρώπων συχνά οδηγεί σε λάθος εκτιμήσεις και γι’αυτό απαιτείται ενδελεχής έρευνα από σωστά εκπαιδευμένα άτομα και συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων φορέων.

Στην πρώτη ενότητα η συγγραφέας αναπτύσσει τη σημασία της αναγνώρισης ενός θύματος ως τέτοιου και τονίζεται ιδιαίτερα το χρονικό σημείο της αναγνώρισης της ιδιότητας αυτής για την προστασία η οποία στην ουσία ξεκινά με την απλή πιθανολόγηση της θυματικής ιδιότητας. Σ’αυτή την ενότητα αναπτύσσονται το εθνικό και υπερεθνικό πλαίσιο ιδιαίτερα οι διατάξεις της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την προστασία των θυμάτων.

Η τρίτη ενότητα αφιερώνεται στις δυσκολίες της αναγνώρισης της ιδιότητας του θύματος. Η συγγραφέας θεωρεί ότι από τη στιγμή της πιθανολόγησης της ιδιότητας του θύματος, μπορούμε να πούμε ότι τα πράγματα είναι σε καλό δρόμο για το θύμα. Το θέμα είναι τι γίνεται μέχρι να φτάσουν οι αρχές να πιθανολογήσουν ότι το συγκεκριμένο άτομο είναι θύμα. Στο σημείο αυτό διακρίνει δύο κατηγορίες προβλημάτων ή δυσκολιών σχετικά με την αναγνώριση του θύματος: α) την ανυπαρξία πιθανολόγησης της ιδιότητας του θύματος και β) τις δυσκολίες που προκύπτουν από τη στιγμή της πιθανολόγησης μέχρι και τον χαρακτηρισμό του θύματος, ιδιαίτερα δε όταν δεν υπάρχει συνεργασία από πλευράς θύματος.

Στην πρώτη κατηγορία, η ανυπαρξία πιθανολόγησης της ιδιότητας του θύματος προϋποθέτει ότι είτε οι αρμόδιοι δεν μπήκαν καν στη διαδικασία να σκεφτούν ότι το συγκεκριμένο άτομο είναι θύμα εμπορίας, είτε ότι το σκέφτηκαν μεν, αλλά κατέληξαν να πιθανολογήσουν (εσφαλμένα) ότι δεν είναι θύμα. Τα παραπάνω έχουν ως συνέπεια την απέλαση του αλλοδαπού θύματος (εάν αυτό εισέρχεται ή διαμένει παράνομα), αλλά ενδεχομένως και την προηγούμενη κράτησή του για παράνομη μετανάστευση, ή τη φυλάκισή του για παράνομη εργασία. Τα παραπάνω ενδέχεται να προκαλέσουν δευτερογενή θυματοποίηση του συγκεκριμένου ατόμου με ανυπολόγιστες βλάβες για την ψυχική του υγεία (ενδεχομένως και για την σωματική). Επίσης, εδώ εντάσσεται και η πρακτική δυσκολία της διαδικασίας πιθανολόγησης, δηλ. πώς μπορούν οι οφείλοντες να αναγνωρίσουν (έστω να πιθανολογήσουν) ότι ένα άτομο είναι θύμα, όταν τούτο δεν φέρει εξωτερικά χαρακτηριστικά ή δεν δηλώνει μόνο του την ιδιότητά του.

Στη δεύτερη κατηγορία, πρώτο μεγάλο πρόβλημα είναι η απόφαση συνεργασίας του θύματος με τις αρχές. Στο σημείο αυτό η συγγραφέας διακρίνει τρεις τύπους θυμάτων: α) τα θύματα που συνεργάζονται πλήρως (δηλ. δέχονται να καταθέσουν και ενώπιον δικαστηρίου), β) τα θύματα που συνεργάζονται περιορισμένα με τις αρχές (π.χ. καταγγέλλουν το έγκλημα ή/και συμφωνούν να δώσουν πληροφορίες, αλλά αρνούνται να καταθέσουν στο δικαστήριο) και γ) τα θύματα που δεν συνεργάζονται καθόλου με τις αρχές.

Η συγγραφέας επισημαίνει ότι συνήθως, εάν ένα θύμα απελευθερωθεί μόνο του έχει την τάση να συνεργάζεται με τις αρχές. Ωστόσο, σε υποθέσεις που ανακαλύπτει μόνη της η αστυνομία, ή που αποκαλύπτονται στα σύνορα ή που κάποιος τρίτος συνδράμει τις αρχές για να αποκαλυφθούν, έχει παρατηρηθεί ότι τα θύματα δεν είναι πάντα συνεργάσιμα. Και στο σημείο αυτό έγκειται το κυριότερο πρόβλημα που δεν κατανοούν οι αρχές. Η άρνηση συνεργασίας του θύματος ενδέχεται να προέρχεται από διάφορους παράγοντες, οι κυριότεροι των οποίων θεμελιώνονται στον φόβο: είτε για αντίποινα από τους δράστες στο ίδιο το θύμα ή/και στην  οικογένειά του (ακόμη και πίσω στην πατρίδα του), είτε συνδεόμενο με κάποιο μετατραυματικό σύνδρομο ή ακόμη στον φόβο ότι δεν πρόκειται να λάβει επαρκή προστασία από τις αρχές.

Τα παραπάνω, συνδεόμενα συχνά και με το συγκεκριμένο πολιτισμικό υπόβαθρο –το οποίο δυστυχώς συχνά παραγνωρίζεται- μπορεί να αποτρέψει τα θύματα από τη δυνατότητα συνεργασίας με τις αρχές για τη σύλληψη και τιμωρία του/των δραστών.

Στη συνέχεια η συγγραφέας αναφέρεται στο μετατραυματικό σύνδρομο και επισημαίνει ότι συχνά παραβλέπεται από τις αρχές το γεγονός ότι θύματα που πάσχουν από το παραπάνω σύνδρομο ενδέχεται ν’αρνούνται ότι είναι θύματα, να παρουσιάζουν κενά μνήμης ή απλά να μη θέλουν να συνεργαστούν. Ακόμη, οι αρχές παραβλέπουν ότι υπάρχουν θύματα εμπορίας που βρίσκονται σε μακροχρόνια εξαναγκαστική σχέση με τον δράστη, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις τα οδηγεί να αναπτύξουν στρατηγικές επιβίωσης, προσαρμόζοντας τη συμπεριφορά τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μειώσουν τον κίνδυνο κακομεταχείρισής τους από αυτόν. Οι καταστάσεις αυτές  επιφέρουν βλάβες συχνά μη αναστρέψιμες στην ψυχολογική υγεία και ποιότητα ζωής του θύματος. Ανάμεσα στις στρατηγικές επιβίωσης η πιο γνωστή είναι αυτή που αποκαλείται σύνδρομο της Στοκχόλμης, που αναπτύσσεται με συντομία, η οποία οδηγεί το θύμα μέχρι του σημείου να ταυτιστεί με τον δράστη και να δικαιολογεί τη στάση του.

Στη συνέχεια η συγγραφέας εντοπίζει ένα άλλο πρόβλημα που έγκειται στο ότι οι δράστες ενδέχεται να χρησιμοποιούν μέσα τα οποία να μην γίνονται κατανοητά από τον δικό μας πολιτισμό και προς τούτο προτείνει να προβλέπεται, όπου απαιτείται, η μεσολάβηση πολιτισμικού διαμεσολαβητού προς  διευκόλυνση της κατανόησης των ιδιαίτερων πολιτισμικών παραδόσεων, που σχετίζονται με τον τρόπο προσέγγισης των θυμάτων από τους δράστες.

Ένας άλλος λόγος που συντείνει για τη συγγραφέα με τη σειρά του στην απροθυμία συνεργασίας των θυμάτων με τις αρχές είναι ο φόβος ότι δεν πρόκειται να τύχουν ικανοποιητικής προστασίας. Στο σημείο αναπτύσσεται με συντομία το πλαίσιο  προστασίας μαρτύρων στην Ελλάδα, το οποίο επισημαίνεται  ότι δεν είναι ικανοποιητικό.

Πέρα από τα παραπάνω προβλήματα που ενδέχεται να αντιμετωπίζει το θύμα και τα οποία ένας χειριστής υποθέσεων εμπορίας ανθρώπων οφείλει να γνωρίζει, υπάρχουν και άλλες δυσκολίες στην αναγνώριση ενός θύματος εμπορίας, όπως: α) η επίκτητη άμβλυνση της μνήμης του θύματος λόγω ερωτήσεων που ενδέχεται να υποβάλλονται από τον εξεταστή στο θύμα κατά τη διάρκεια της εξέτασης ιδιαίτερα σ’ένα θύμα που ενδέχεται να έχει ήδη πρόβλημα μνήμης.Στο σημείο αυτό η συγγραφέας επισημαίνει ότι οι εισαγγελείς, δικαστές και ανακριτές θα πρέπει να καταλάβουν ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να πιέσουν το θύμα να συνεργαστεί ή να θυμηθεί δεν πρόκειται να βοηθήσει τις έρευνες, αλλά αντίθετα, ενέχει άμεσο κίνδυνο επαναθυματοποίησης του συγκεκριμένου ατόμου.

Είναι αρκετά δύσκολο να υπολογίσει κανείς πόσο χρονικό διάστημα απαιτείται για να επανακτήσει πλήρως τη μνήμη του ένα θύμα. Επειδή το διάστημα αυτό κυμαίνεται από λίγες εβδομάδες έως αρκετούς μήνες, γι’αυτό απαιτείται γνώμη ειδικών για την κάθε περίπτωση. Η συγγραφέας αμφιβάλλει ότι η περίοδος περίσκεψης των 30 ημερών που έχει θεσπιστεί για τα θύματα είναι αρκετή για όλες τις περιπτώσεις.

Ακολούθως, λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος στην απονομή της ποινικής Δικαιοσύνης και των πολλαπλών εξετάσεων στις οποίες υποβάλλεται το θύμα (ως μάρτυρας) ελλοχεύει ο κίνδυνος της δευτερογενούς θυματοποίησής του.

Στην επόμενη ενότητα αναπτύσσονται οι αρχές που πρέπει να διέπουν τη διαδικασία αναγνώρισης, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές του ΟΗΕ, στο πλαίσιο της οποίας τονίζεται η υποχρέωση των αρμοδίων  φορέων για τη μη δευτερογενή θυματοποίηση των θυμάτων και  τη μη ενοχοποίησή τους για πράξεις που ενδέχεται να συνιστούν αδικήματα, που διέπραξαν τα θύματα ως συνέπεια της θυματοποίησής τους, καθώς και τη μη κράτησή τους γι’αυτά. Η μελέτη τελειώνει με την ενότητα για τις τεχνικές αναγνώρισης ανήλικων θυμάτων εμπορίας. Η συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εάν ένα θύμα εμπορίας δεν αναγνωριστεί και στη συνέχεια δεν τύχει συνδρομής και προστασίας από τις αρμόδιες αρχές, είναι βέβαιο ότι η ποινική δικαιοσύνη θα χάσει πολύτιμα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον των ενόχων και αυτοί θα συνεχίσουν τις εγκληματικές τους δραστηριότητες. Επειδή υπάρχουν δυσκολίες στη διαδικασία αναγνώρισης θυμάτων, γι’αυτό θα πρέπει να ισχύει πάντα κατά την εξέταση του θύματος -κατ’αντιστοιχία της αρχής in dubio pro mitiore– η αρχή in dubio pro victimae.