Τίτλος Δημοσίευσης

Σχόλιο στην υπόθεση ΕΔΔΑ, Rantsev κατά Κύπρου και Ρωσίας, 7/1/2010 (αρ.25965/04)

Συγγραφέας

Αθανασία Π. Συκιώτου

Δημοσιευμένη έρευνα

Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, (3) 2010, σελ.656-678

Περίληψη

Η παραπάνω υπόθεση που απασχόλησε το Ευρωπαϊκό δικαστήριο είναι σημαντική γιατί θέτει το ζήτημα της ευθύνης των κρατών σε υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων και αποτελεί την πρώτη, στην ουσία, καταδίκη Κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης σε υπόθεση εμπορίας ανθρώπων για έλλειψη μέτρων προστασίας του θύματος, πρόληψης και αποτελεσματικής καταστολής του συγκεκριμένου εγκλήματος.

Η μέχρι τότε νομολογία δεχόταν ότι η εμπορία ανθρώπων ήταν κυρίως υπόθεση μεταξύ του θύματος και του δράστη και περιοριζόταν να καταλογίζει ευθύνες στους διακινητές, χωρίς να αναφέρεται σε ενδεχόμενη ευθύνη των κρατών, πέρα από την ανάγκη λήψης νομοθετικών μέτρων για την αντιμετώπιση της εμπορίας. Ωστόσο, η σπουδαιότητα της υπό σχολιασμό απόφασης έγκειται στο ότι για πρώτη φορά  η νομολογία τονίζει την ευθύνη των ίδιων των κρατών απέναντι στα θύματα εμπορίας ανθρώπων. Επίσης, είναι η πρώτη φορά που τονίζεται από το Ευρωπαϊκό δικαστήριο η υποχρέωση σε συνεργασία των κρατών, καθώς και η υποχρέωση λήψης άμεσων μέτρων για την εκπαίδευση των αρχών με σκοπό την ορθή και έγκαιρη αναγνώριση των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων.

Μετά από σύντομο ιστορικό της υπόθεσης, η συγγραφέας παρουσιάζει την κατάσταση των αλλοδαπών γυναικών και την εκμετάλλευσή τους στην Κύπρο. Προς μεγαλύτερη κατανόηση του καθεστώτος των αλλοδαπών γυναικών που εισέρχονται στην Κύπρο, κυρίως με την ιδιότητα της «καλλιτέχνιδος», η συγγραφέας παραθέτει με συντομία τις σχετικές θέσεις της Συνηγόρου του Πολίτη της Κύπρου και του Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, τις οποίες λαμβάνει υπόψη του και το ΕΔΔΑ για την κρίση του. Στη συνέχεια η συγγραφέας τονίζει τα σημαντικά στοιχεία για την υπόθεση και ακολούθως προχωρά στην ανάλυση του σκεπτικού του ΕΔΔΑ. Για να φτάσει το Δικαστήριο να καταλήξει σε παραβίαση θετικής υποχρέωσης προστασίας της ζωής εκ μέρους των κρατών θα πρέπει να αποδειχθεί ότι οι αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν κατά τον χρόνο ύπαρξης ενός πραγματικού και άμεσου κινδύνου για τη ζωή ενός συγκεκριμένου ατόμου τις εγκληματικές ενέργειες ενός τρίτου ατόμου και ότι παρέλειψαν να λάβουν μέτρα υπό το πλαίσιο των δυνατοτήτων τους τα οποία, υπό λογική κρίση, θα αναμενόταν να οδηγήσουν στην αποφυγή του συγκεκριμένου κινδύνου. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι μπορούσαν και όφειλαν να έχουν λάβει μέτρα μέσα στο πλαίσιο της εδαφικής τους κυριαρχίας αφενός για να προστατεύσουν το θύμα από τη θυματοποίησή του και αφετέρου να ερευνήσουν τους ισχυρισμούς περί εμπορίας, καθώς και τις συνθήκες θανάτου του θύματος. Σχετικά με την παραβίαση του άρθ.2 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο θυμίζει ότι η υποχρέωση που πηγάζει από το άρθ.2 της ΕΣΔΑ δεν είναι μόνο ότι τα Κράτη πρέπει να απέχουν από εκ προθέσεως και παράνομη αφαίρεση ζωής, αλλά ότι αυτά θα πρέπει να λαμβάνουν επίσης τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζουν τις ζωές των ατόμων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία τους.

Επί του άρθ.4 είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο πηγαίνει ακόμη παραπέρα στη σκέψη του και φτάνει μέχρι του σημείου να δεχτεί στην ουσία την ύπαρξη συνέργειας από την πλευρά των κρατικών αρχών. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο ανέφερε χαρακτηριστικά ότι, ήταν σαφές ότι χωρίς την ενεργό συμμετοχή της Κυπριακής Αστυνομίας στην παρούσα υπόθεση η στέρηση ελευθερίας του θύματος δεν θα είχε λάβει χώρα και μάλιστα θεώρησε ότι οι εθνικές αρχές στην ουσία συναίνεσαν στη στέρηση της ελευθερίας του θύματος. Σχετικά με την ευθύνη της Ρωσίας αναφορικά με το άρθ.4 το Δικαστήριο δέχτηκε παραβίαση ως προς το ότι οι ρωσικές αρχές δεν διεξήγαγαν έρευνα σε σχέση με τον τρόπο και τόπο πρόσληψης (παράσυρσής) του θύματος.

Στην τελευταία ενότητα η συγγραφέας επιχειρεί μια προσέγγιση της μέχρι σήμερα νομολογίας του ΕΔΔΑ επί του θέματος της εμπορίας ανθρώπων και υπογραμμίζει ότι η δυσκολία στην αναγνώριση των θυμάτων εμπορίας από πλευράς αρχών έγκειται στο ότι όταν πρόκειται για άτομα που ήδη εργάζονται σε χώρο προσφερομένων (ή εικαζομένων προσφερομένων) σεξουαλικών υπηρεσιών, οι αρχές θεωρούν τη συναίνεση των ατόμων αυτών στις σεξουαλικές υπηρεσίες δεδομένη. Δημιουργούν έτσι ένα τεκμήριο ενοχής για τα θύματα που αυτό στην ουσία ελαφρύνει τη θέση των δραστών. Αντί λοιπόν να ερευνήσουν αυτεπαγγέλτως για το ενδεχόμενο θυματοποίησης των ατόμων αυτών, αντιστρέφουν το βάρος και περιμένουν από τα θύματα να ισχυριστούν τη θυματοποίησή τους. Ωστόσο, φέρουν μεγάλο βάρος ευθύνης –και αυτό στην ουσία τονίζει το Δικαστήριο– ως προς τη διερεύνηση του ενδεχόμενου θυματοποίησης, ιδίως όταν είναι γνωστό ότι οι περισσότερες αλλοδαπές θυματοποιούνται   με συγκεκριμένο τρόπο.

Η συγγραφέας σημειώνει ότι με την απόφασή του αυτή το ΕΔΔΑ δέχεται ανοικτά ότι, εκτός από ιδιαίτερο έγκλημα, η εμπορία ανθρώπων είναι ταυτόσημη με την έννοια της δουλείας του άρθ.4 της ΕΣΔΑ και ως τέτοια αποτελεί σοβαρή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τούτο σημαίνει ότι δεν πρόκειται μόνο για έγκλημα του οποίου οι πρωταγωνιστές είναι ο δράστης και το θύμα, αλλά ότι η νέα αυτή μορφή της δουλείας επισύρει –και πρέπει να επισύρει– και την ευθύνη των κρατών σε διεθνές επίπεδο. Εν ολίγοις, τα κράτη έχουν σαφή υποχρέωση να λαμβάνουν θετικά μέτρα για την προστασία των θυμάτων, πέρα από το πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, διαφορετικά παραβιάζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, τα οποία  έχουν δεσμευτεί να προασπίσουν.