Τίτλος Δημοσίευσης
Το σχέδιο του νέου σωφρονιστικού κώδικα. Εξορθολογοποίηση του σωφρονιστικού μας συστήματος;
Συγγραφέας
Αθανασία Π. Συκιώτου
Μονογραφία
Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2013 [σσ.272]
Περίληψη
Στη μονογραφία αυτή επιχειρήθηκε κριτική του νομοσχεδίου για τον νέο Σωφρονιστικό Κώδικα. Η μονογραφία εστιάζει περισσότερο σε αντινομίες, κενά και αβλεψίες, που είτε αποτελούν διαχρονικά προβλήματα, είτε εμφανίστηκαν με τις προτάσεις του νομοσχεδίου, προσεγγίζοντάς τα προβλήματα συγκριτικά, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη συναφείς διατάξεις που περιλαμβάνονται στον ποινικό κώδικα και αφορούν σε ενήλικες και ανήλικους κρατουμένους, αλλά και τις επιταγές του υπερεθνικού πλαισίου τόσο σε επίπεδο διεθνών και ευρωπαϊκών κανόνων, όσο και νομολογίας του ΕΔΔΑ. Η μονογραφία προλογίζεται από τον πρώην Υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Αντώνη Ρουπακιώτη, ο οποίος θεωρεί ότι η μονογραφία αποτελεί «μια καλοδεχούμενη θεωρητική παρέμβαση, που εγγράφεται στην ευρύτερη
προσπάθεια εξορθολογισμού του σωφρονιστικού μας συστήματος και φυσικά, αποτελεί πέραν των άλλων και έναυσμα αναστοχασμού στο νέο σχέδιο σωφρονιστικού κώδικα».
Η μονογραφία διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος επικεντρώνεται στις νομοθετικές αβλεψίες που ταλανίζουν το σωφρονιστικό σύστημα και οι οποίες χαρακτηρίζονται από τη συγγραφέα ως «αειθαλείς», γιατί παραμένουν σταθερές παρά τις όποιες μεταρρυθμίσεις που έχουν λάβει κατά καιρούς χώρα. Αυτές συνδέονται με τον όρο «φυλακή», με την εισαγωγή και τοποθέτηση του κρατουμένου στο σωφρονιστικό κατάστημα, με τη σύνθεση και τις αρμοδιότητες του πειθαρχικού συμβουλίου και του συμβουλίου καταστήματος κράτησης, με την εργασία και απασχόληση των κρατουμένων, την επικοινωνία (ιδίως με τον θεσμό των επισκέψεων και αδειών), τη σωματική έρευνα, τα εναλλακτικά μέτρα έκτισης της ποινής (ιδίως την ημιελεύθερη διαβίωση και την τμηματική έκτιση), τις μεταγωγές των κρατουμένων, τη διοικητική και δικαστική εποπτεία των καταστημάτων κράτησης, την οριστική απόλυση καταδίκων και τη μετασωφρονιστική μέριμνα.
Στο δεύτερο μέρος αναλύονται οι υποτιθέμενες «ουσιαστικές» αλλαγές που αναμενόταν ότι θα επέφερε ο Ν. 4043/2012, ο οποίος ωστόσο αντί να τροποποιεί γενναία τον Σωφρονιστικό κώδικα περιορίζεται σε εμβαλωματικές λύσεις με υβριδικά μορφώματα όπως η «παραγραφή και μη εκτέλεση ποινών υπό όρο» και η «παραγραφή του αξιοποίνου και παύση της ποινικής δίωξης». Παράλληλα, η συγγραφέας εξετάζει και αναλύει τις αλλαγές που επήλθαν στην απόλυση υπό όρο τόσο για τους ενήλικες, όσο και για τους ανήλικους κρατουμένους.
Το τρίτο μέρος της μονογραφίας επικεντρώνεται στις συνθήκες κράτησης στην πράξη με τα μόνιμα δομικά προβλήματα του σωφρονιστικού μας συστήματος, όπως υπερπληθυσμός, ελλιπής ιατρική υποστήριξη, κτηριακές ελλείψεις και απομακρυσμένα καταστήματα, έλλειψη προσωπικού, αλλά και ελλιπής εκπαίδευση τόσο του σωφρονιστικού προσωπικού, όσο και των κρατουμένων, βία, έλλειψη ειδικών ρυθμίσεων για κρατούμενες γυναίκες, κορίτσια και κρατούμενους γονείς, αλλά και διαχωρισμού ατόμων με ιδιαίτερο σεξουαλικό προσανατολισμό και τα οποία προβλήματα διαμορφώνουν ένα σύστημα έκτισης ποινών, στο οποίο, όπως αναφέρει στον πρόλογο ο πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης, «ταιριάζει καλύτερα ο όρος «φυλακιστικό» παρά «σωφρονιστικό»».
Η συγγραφέας καταλήγει ότι το σωφρονιστικό δίκαιο πάσχει από μια ολιστική προσέγγιση. Σε επίπεδο νομοθετικό παρατηρείται αφενός έλλειψη σαφούς, συντονισμένης και ορθολογικής σωφρονιστικής πολιτικής και αφετέρου σε πρακτικό επίπεδο, υπάρχει απροκάλυπτη καταστρατήγηση των υπαρχουσών διατάξεων (ανεξάρτητα από την ποιότητά τους) από την ίδια τη σωφρονιστική διοίκηση. Η συγγραφέας παρατηρεί ότι για το πρώτο σκέλος, μπορεί κανείς να πει ότι σαφώς ζούμε σ’ ένα κράτος που ποτέ δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να διαθέσει ιδιαίτερους πόρους για το σωφρονιστικό του σύστημα και ότι η κατάσταση ολοένα και επιδεινώνεται λόγω της οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, άμεσα απαιτείται να υπάρξει ολιστική προσέγγιση των διατάξεων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους (όπως ουσιαστικού ποινικού, σωφρονιστικού και διατάξεων δικαίου ανηλίκων) και οι οποίες αφορούν στη σωφρονιστική νομοθεσία δημιουργώντας τις αντιφάσεις που υπογραμμίστηκαν στο πρώτο και δεύτερο μέρος της μονογραφίας. Επίσης η συγγραφέας παρατηρεί ότι το σωφρονιστικό σύστημα είναι περισσότερο προσαρμοσμένο για τον ενήλικα, υγιή κρατούμενο, ενώ για τους ανηλίκους, τις γυναίκες (και έγκυες), τους γονείς κρατουμένους, τους ασθενείς, τους ανάπηρους, τα άτομα με ιδιαίτερο σεξουαλικό προσανατολισμό και άλλες ομάδες κρατουμένων μέχρι σήμερα δεν υπήρχε ιδιαίτερη πρόβλεψη ή –εάν υπήρχε για μερικές από αυτές– έλλειπε η δομή για την υλοποίησή της. Ειδικά για τους ανηλίκους, η συγγραφέας παρατηρεί ότι είναι απορίας άξιο όχι μόνον πώς δεν υπάρχουν εκτεταμένες σωφρονιστικές διατάξεις για τους ανηλίκους, αλλά και ότι οι υπάρχουσες διατάξεις δημιουργούν ανισότητες και αντιφάσεις μεταξύ ενηλίκων και ανηλίκων. Μάλιστα δε, άλλες χώρες (και μάλιστα λιγότερο αναπτυγμένες από τη δική μας) ξεκινούν τις μεταρρυθμίσεις τους με κέντρο βάρους τις διατάξεις περί ανηλίκων.
Σχετικά με το δεύτερο σκέλος που αφορά στην καταστρατήγηση των υπαρχουσών διατάξεων στην πράξη, η συγγραφέας υπογραμμίζει την έλλειψη συστήματος αποτελεσματικού ελέγχου προς αναχαίτιση των πάσης φύσεως «παρεμβάσεων», αλλά και παράνομων διευκολύνσεων, όπως π.χ. στο πολύπαθο σύστημα μεταγωγών.
Σε θεωρητικό επίπεδο η συγγραφέας θεωρεί ότι γίνονται προσπάθειες με σκοπό την επανατοποθέτηση της πολιτείας απέναντι στη σωφρονιστική πολιτική. Όμως, αυτό που χρειάζεται είναι περισσότερη υποστήριξη στην πράξη. Για την αντιμετώπιση χρόνιων και σοβαρών προβλημάτων των καταστημάτων κράτησης (όπως ο υπερπληθυσμός ή συνωστισμός των κρατουμένων και η σαφής διάκριση των αρμοδιοτήτων των δικαστικών και των διοικητικών οργάνων των καταστημάτων κράτησης), απαιτούνται μεταρρυθμίσεις όχι μόνον του Σωφρονιστικού Κώδικα, αλλά ταυτόχρονα και άλλων νομοθετημάτων όπως του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων.
Η συγγραφέας κλείνει τονίζοντας ότι το σχέδιο του νέου σωφρονιστικού κώδικα, ναι μεν φαίνεται να προσαρμόζεται περισσότερο από τον ισχύοντα Κώδικα στις διεθνείς επιταγές της σωφρονιστικής πολιτικής, ωστόσο στην πράξη οι συνθήκες επιβαρύνονται από την οικονομική κρίση που χρησιμοποιείται προσχηματικά για την μείωση δαπανών, ακόμη και από την περίθαλψη και διατροφή των κρατουμένων. Έτσι, υπάρχει ο φόβος η πολυαναμενόμενη εξορθολογοποίηση του Σωφρονιστικού μας συστήματος να παραμείνει για πολύ ακόμη στην αναμονή. Αυτό που προτείνει η συγγραφέας και μπορεί να γίνει άμεσα, χωρίς οικονομικό κόστος, είναι να απαλλαγεί ο Σωφρονιστικός Κώδικας από τις διατάξεις που είναι αντισυνταγματικές, αντιφατικές (με άλλες του ιδίου νόμου ή με άλλες διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού ή ειδικών ποινικών νόμων), ασαφείς, δυσνόητες και άδικες. Θεωρεί τέλος, ότι αν έπαυε ν’ αυξάνει ο συνεχώς αυξανόμενος κατασταλτικός χαρακτήρας της αντεγκληματικής πολιτικής, ενδεχομένως και το σωφρονιστικό σύστημα να έπαιρνε άλλη μορφή – πιο ανθρώπινη.
Στο τέλος της μονογραφίας παρατίθεται παράρτημα με τον σε ισχύ Σωφρονιστικό κώδικα (Ν.2776/1999), με το σχέδιο του νέου Σωφρονιστικού κώδικα και την σχετική εισηγητική έκθεση.