Τίτλος Δημοσίευσης

Crime Policy in a Globalised World

Συγγραφέας

Αθανασία Π. Συκιώτου

Μονογραφία

Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Εκδ. Σάκκουλα, 2022, σσ. 399

Περίληψη

Η μονογραφία αυτή βασίζεται στο έργο της συγγραφέως που εκδόθηκε στη γαλλική γλώσσα με τίτλο La politique criminelle sur le fil, Paris: IRJS, coll. Les voies du droit, 2018, σσ.458. Το έργο αποτελεί ανανεωμένη και επικαιροποιημένη έκδοση στην αγγλική περιλαμβάνοντας ανάλυση νέας νομοθεσίας (ιδίως της ΕΕ) και υπερεθνικής νομολογίας. Το έργο έχει προσαρμοστεί ούτως ώστε να απευθύνεται  σε διεθνές κοινό.

Στο παρόν έργο η συγγραφέας πραγματεύεται το ζήτημα των υπερεθνικών και εξωκρατικών επιρροών (κάθετο και οριζόντιο επίπεδο) που δέχεται η Αντεγκληματική πολιτική στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και οι οποίες απειλούν με ανατροπή το φιλελεύθερο και δημοκρατικό μοντέλο.

Η συγγραφέας θεωρεί ότι η Αντεγκληματική πολιτική στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ακροβατεί μεταξύ μιας πολιτικής ασφάλειας και μιας φιλελεύθερης πολιτικής. Από την άλλη πλευρά, και κάτω από την επιρροή της παγκόσμιας αγοράς, φαίνεται να ταλαντεύεται μεταξύ ενός (ποινικού) δικαίου και ενός μη (ποινικού) δικαίου. Η συγγραφέας εξετάζει εάν το φιλελεύθερο και δημοκρατικό μοντέλο της Αντεγκληματικής πολιτικής, όπως ήταν γνωστό στην Ευρώπη μέχρι την εποχή της παγκοσμιοποίησης, υφίσταται και σήμερα ή εάν έχει υποστεί τέτοιες επιρροές που να το έχουν ανατρέψει.

Η συγγραφέας στην εισαγωγή του έργου θεωρεί ότι η ισορροπία του φιλελεύθερου μοντέλου της Αντεγκληματικής πολιτικής είναι εύθραυστη, γιατί δεν φαίνεται ότι αυτό μπορεί να ισορροπήσει, αλλά αντίθετα, υφίσταται πολλές πιέσεις, αλλά και διάφορους τύπους πιέσεων, οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις προέρχονται από υπερεθνικές πηγές.

Στο πρώτο μέρος της μονογραφίας η συγγραφέας αναρωτιέται αν η Αντεγκληματική πολιτική, που υποτίθεται ότι πρέπει να έχει μια σφαιρική εποπτεία εφ’όλου του Δικαίου για να μπορεί να δώσει τις κατάλληλες απαντήσεις, έχει χάσει τον στόχο της ή αν είναι το Δίκαιο που έχει αλλάξει περιεχόμενο λόγω της παγκοσμιοποίησης. Θέτει δε, περαιτέρω τα ερωτήματα αν είναι δυνατό να έχουμε τον έλεγχο του συνόλου του Δικαίου σήμερα; Και τι πρέπει να γίνει έτσι ώστε η ολίσθηση του φιλελεύθερου και δημοκρατικού μοντέλου της Αντεγκληματικής πολιτικής να μην είναι χωρίς επιστροφή; Για τη συγγραφέα, ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι μόνο ότι χάνεται το φιλελεύθερο μοντέλο της Αντεγκληματικής πολιτικής, αλλά ότι το οικοδόμημα του Δικαίου με την ιδέα της δικαιοσύνης, καταρρέει επίσης.  Όσο προχωρά ραγδαία η παγκοσμιοποίηση, η συγγραφέας διαπιστώνει την εξίσου ραγδαία ολίσθηση του φιλελεύθερου μοντέλου της Αντεγκληματικής πολιτικής. Θεωρεί δε, ότι εάν υπάρχει ολίσθηση του μοντέλου, αυτό οφείλεται στην ολίσθηση όλου του Δικαίου. Και αν το δίκαιο ολισθαίνει είναι επειδή ολισθαίνουν επίσης οι αρχές πάνω στις οποίες έχει θεμελιωθεί δηλ. οι θεμελιώδεις αρχές της Δημοκρατίας.  Η συγγραφέας θεωρεί ότι η Αντεγκληματική πολιτική, όπως το ίδιο το κράτος και η Δημοκρατία έχουν υποκύψει στους κανόνες της παγκοσμιοποίησης υπό μια οικονομική κρίση προκαλούμενη από το νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος, όπως φαίνεται, καθορίζει πλέον όλες τις επιλογές και τις απαντήσεις σε επίπεδο Δικαίου.

Η συγγραφέας παρατηρεί αυξημένη καταστολή για ορισμένους τύπους εγκληματιών (π.χ. τρομοκράτες), αλλά από την άλλη, όχι μόνο δεν υπάρχει καταστολή, αλλά ούτε καν παρέμβαση του ποινικού συστήματος, αρκεί όμως να πρόκειται για εγκλήματα που τελούνται από μεγάλους οικονομικούς φορείς, όπως οι πολυεθνικές.

Η συγγραφέας θεωρεί ότι σε εθνικό επίπεδο, ο νομοθέτης έχει πλέον πολύ μικρή επιλογή: μπορεί να τονίσει την κυριαρχία του κράτους, μόνο στο πλαίσιο που του επιτρέπουν οι αποφάσεις που λαμβάνονται από υπερεθνικά όργανα. Οι επιλογές της Αντεγκληματικής πολιτικής οδεύουν συχνά προς τη μη-παραγωγή κανόνων του ποινικού δικαίου, καθώς όλο και περισσότερες διαφορές επιλύονται σε επίπεδο διαιτησίας, συνδιαλλαγής ή αυτορρύθμισης. Παρατηρούμε δε, την ολοένα και περισσότερο άνθιση κανόνων που δεν προέρχονται από κρατικά όργανα, αλλά από ιδιωτικούς φορείς. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν μπορούμε να μιλάμε για μια «ιδιωτική επίλυση», αυτή δεν ανήκει στο πλαίσιο έστω του «ιδιωτικού δικαίου», γιατί δεν προέρχεται από τη διαδικασία παραγωγής κανόνων δικαίου που παράγονται από κρατικά όργανα, αλλά μάλλον πρόκειται για ένα «de facto δίκαιο» δημιουργούμενο από τους ιδιωτικούς οικονομικούς φορείς, όπως η αυτορρύθμιση. Αυτό δημιουργεί για τη συγγραφέα δύο ειδών εγκληματίες: τα φυσικά πρόσωπα που θα συνεχίσουν να υφίστανται την καταστολή και τους οικονομικούς κολοσσούς που δεν υπακούν σε κανόνες ποινικού δικαίου, αλλά μάλλον φτιάχνουν μόνοι τους κανόνες στους οποίους θα υπακούν, όπως η αυτορρύθμιση.

Στο ερώτημα αν είναι «ανώδυνη» η  αυτορρύθμιση, η συγγραφέας απαντά ότι από μια πλευρά μπορεί να μην είναι τόσο ανώδυνη οικονομικά, δεδομένου ότι οι οικονομικοί φορείς χάνουν υπέρογκα ποσά, ωστόσο είναι ανώδυνη με την έννοια ότι δεν υφίστανται τις συνέπειες μιας μακροχρόνιας εμπλοκής με το ποινικό σύστημα, ούτε διασύρεται το όνομά τους. Όμως, από την άλλη πλευρά η αυτορρύθμιση δεν φαίνεται τόσο «ανώδυνη», γιατί δημιουργεί δράστες δύο ταχυτήτων. Αυτούς που θα συνεχίσουν να απασχολούν τα ποινικά δικαστήρια και να υφίστανται τις επώδυνες συνέπειες του ποινικού συστήματος (συνήθως φυσικά πρόσωπα) και τους οικονομικούς φορείς που  θα έχουν δικαίωμα αυτορρύθμισης. Τούτο όμως είναι «επώδυνο», όχι μόνο για τους πρώτους  δράστες, αλλά για την ίδια την ιδέα της Δικαιοσύνης, που δεν είναι δυνατόν για ίδια εγκλήματα ν’αντιμετωπίζει διαφορετικά τους δράστες, π.χ. διαφθοράς, οικονομικών εγκλημάτων ή μόλυνσης του περιβάλλοντος.

Στη συνέχεια η συγγραφέας εξετάζει τα ασαφή όρια της ποινικής ευθύνης, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με την έννοια ενός αφηρημένου κινδύνου και το ζήτημα της μηδενικής ανοχής, προσεγγίζοντας δύο a priori διαφορετικά θέματα: από τη μια πλευρά τους τρομοκράτες και από την άλλη, τους ψυχοπαθείς εγκληματίες για να καταδείξει αφενός, πώς τα όρια έχουν καταστεί ασαφή, αναφερόμενη σε συγκεκριμένες υποθέσεις, όχι μόνο γιατί οποιοδήποτε σοβαρό έγκλημα θεωρείται πρώτα τρομοκρατικό χτύπημα, αλλά κι επειδή η έννοια της πρόληψης και της προφύλαξης έχουν αποκτήσει συνώνυμο περιεχόμενο απέναντι στην έννοια της επικινδυνότητας.

Στο όνομα της αρχής της προφύλαξης, που μεταφέρθηκε στο ποινικό δίκαιο από το δίκαιο του περιβάλλοντος και της ασφάλισης κινδύνων, η συγγραφέας διαπιστώνει την εγκατάλειψη της αρχής της υπαιτιότητας του δράστη και της ελεύθερης βούλησής του. Ενώ κάτι τέτοιο γίνεται δεκτό για τους ακαταλόγιστους εγκληματίες (ψυχοπαθείς), η αντικειμενοποίηση της υπαιτιότητας στο ποινικό δίκαιο οδηγεί σε μια διαχειριστική λογική τόσο στον έλεγχο του εγκλήματος, όσο και στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, η λειτουργία της ποινής αποκτά ένα χαρακτήρα ολοένα και πιο ωφελιμιστικό στο πλαίσιο της άμυνας της κοινωνίας απέναντι σε μια εγκληματικότητα, της οποίας οι σκληρές μορφές αντέχουν σε κάθε μέτρο. Στόχος της τάσης αυτής είναι περισσότερο η εξουδετέρωση της επικινδυνότητας των εγκληματιών και λιγότερο η επανένταξη τους.

Στο δεύτερο μέρος της μονογραφίας, υπό τον τίτλο «Οι υπερεθνικές επιρροές στην εθνική Αντεγκληματική πολιτική: παγκοσμιοποιημένη ή οικουμενική Αντεγκληματική πολιτική», η συγγραφέας προσεγγίζει διάφορους τύπους υπερεθνικών επιρροών στη νομοθετική, στη δικαστική και εκτελεστική εξουσία και διακρίνει τις συνέπειες τους σε «θετικές» και «αρνητικές». Ως θετικές συνέπειες χαρακτηρίζει η συγγραφέας τις προστατευτικές των δικαιωμάτων και εγγυήσεων. Στις θετικές κατατάσσει αυτές που οδηγούν τον εκάστοτε εθνικό νομοθέτη σε υιοθέτηση προστατευτικών για τα δικαιώματα διατάξεων, συμμορφούμενος στις διεθνείς επιταγές ακολουθώντας τις συστάσεις υπερεθνικών οργάνων ή δικαστηρίων (νομολογία ΕΔΔΑ), ή σε ποινικοποίηση συγκεκριμένων συμπεριφορών, καθώς και αυτές που οδηγούν σε ομοιόμορφη νομοθεσία για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση εγκλημάτων, όπως η Σύμβαση για το διακρατικό οργανωμένο έγκλημα, ή η Σύμβαση κατά της διαφθοράς, αλλά επίσης και τις πιέσεις προς τον εθνικό νομοθέτη για την υιοθέτηση συγκεκριμένων διατάξεων για την προστασία ευάλωτων ατόμων. Αντίθετα, στις «αρνητικές» συνέπειες, η συγγραφέας κατατάσσει αυτές που, αφενός προς όφελος των συμφερόντων της αγοράς και αφετέρου προς όφελος της ασφάλειας, περιορίζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των ατόμων, όπως αυτές που αναθέτουν ευρείες κατασταλτικές αρμοδιότητες στις διωκτικές αρχές, αλλά και κρυπτοκατασταλτικές αρμοδιότητες προληπτικού χαρακτήρα, που δεν ανατίθενται μόνο σε δημόσια όργανα, αλλά και σε ιδιωτικές αρχές.

Στη συνέχεια, η συγγραφέας εξετάζει τον ρόλο των νέων επιστημών στην Αντεγκληματική πολιτική υπογραμμίζοντας, ότι πέρα από τον τομέα των επικοινωνιών, για τις υπόλοιπες επιστήμες και τεχνολογίες ελάχιστα είναι γνωστά και ακόμη πιο ελάχιστα έχουν αποτελέσει αντικείμενο ρύθμισης από πλευράς (διεθνούς) δικαίου, όπως σε σχέση με τη βιοηθική, τη βιοτεχνολογία ή τη νανοτεχνολογία.

Στο τέλος του έργου η συγγραφέας εξετάζει αν η ολίσθηση του φιλελεύθερου και δημοκρατικού μοντέλου είναι ή μη αναστρέψιμη, επιχειρώντας ν’απαντήσει στο ερώτημα αν στην παγκοσμιοποιημένη Αντεγκληματική πολιτική μπορεί ν’αντιταχθεί μια οικουμενική, με την έννοια ενός πραγματικού jus commune.

Παρ’όλο που η συγγραφέας θεωρεί ότι η Αντεγκληματική πολιτική σήμερα, φαίνεται να βασίζεται λιγότερο στο Δίκαιο και περισσότερο στην πολιτική, που ως εκ τούτου φυσικά επηρεάζεται και διαμορφώνεται από πολιτικές αποφάσεις, ωστόσο διαβλέπει ότι απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, οι προσπάθειες για την οικουμενοποίηση του Δικαίου έχουν ήδη αρχίσει με ορόσημο τη δημιουργία του Διεθνούς ποινικού δικαστηρίου, παρ’όλο που ακόμη έχει περιορισμένη δικαιοδοσία.

Τελικά, η συγγραφέας καταλήγει στο ότι η Αντεγκληματική Πολιτική σε παγκόσμιο επίπεδο, υφίσταται ποικίλες πιέσεις που στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν υπακούν στο Δίκαιο και στην ιδέα της Δικαιοσύνης, αλλά στα συμφέροντα των αγορών. Θεωρεί ότι μπορεί να είμαστε μακριά ακόμη από ένα οικουμενικό μοντέλο της Αντεγκληματικής Πολιτικής, ωστόσο αρχίζει να διαφαίνεται μια αλλαγή πορείας με στόχο να επέλθει ισορροπία ανάμεσα στην προστασία των οικονομικών και ατομικών δικαιωμάτων. Το στοίχημα είναι να διατηρηθούν οι εγγυήσεις, τα δικαιώματα και οι ελευθερίες συμπλέοντας μαζί με την προστασία της οικονομίας.

Σε μια εποχή αοριστίας του Δικαίου και προβληματισμού σχετικά με τον αντίκτυπο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο ποινικό δίκαιο, αυτό που φαίνεται να έχει αλλάξει και τονίζεται σ’αυτό το βιβλίο και είναι ότι από πλευράς Αντεγκληματικής πολιτικής η διαφορά μεταξύ κρατικής και ιδιωτικής-κοινωνικής απάντησης στο έγκλημα δεν αρκεί πια, όπως πριν από τριάντα χρόνια, γιατί υπάρχουν υπερεθνικές απαντήσεις που συχνά καθίστανται πιο σημαντικές από τις κρατικές.