Τίτλος Δημοσίευσης
Cyber-trafficking: Παράσυρση θυμάτων εμπορίας ανθρώπων μέσω διαδικτύου
Συγγραφέας
Αθανασία Π. Συκιώτου
Δημοσιευμένη έρευνα
Στο: «Έγκλημα, Κράτος και Ποινική Δικαιοσύνη: Σύγχρονα ζητήματα Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας», πρακτικά του 1ου Παγκύπριου Συνεδρίου Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας (Λευκωσία, 6-7/3/2015), Εκδόσεις University of Nicosia Press (υπό έκδοση) και προδημοσίευση στο περιοδικό: Εγκληματολογία, τεύχος 1-2/2015 (Ιανουάριος-Δεκέμβριος), σσ.48-60.
Περίληψη
Η συγγραφέας εκκινεί από την παρατήρηση ότι όταν η εμπορία ανθρώπων τελείται με τη χρήση του Διαδικτύου αποτελεί κυβερνοέγκλημα (cyber-trafficking). Διαπιστώνει ότι στην εμπορία ανθρώπων ο κυβερνοχώρος χρησιμοποιείται για την παράσυρση θυμάτων, τη διαφήμιση προσφερομένων «υπηρεσιών» των θυμάτων και προσέλκυση πελατών. Στη συνέχεια αναλύει την φαινομενολογία, όπου διαπιστώνει ότι οι συχνότερες μορφές διαδικτυακής εμπορίας είναι η εμπορία για σεξουαλική και εργασιακή εκμετάλλευση και οι παραγγελίες νυφών. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες μορφές διαδικυακής εμπορίας που αρχίζουν και προστίθενται, όπως η εμπορία βρεφών, αλλά και εγκύων γυναικών και παρένθετων μητέρων, καθώς και η αφαίρεση οργάνων και ιστών. Η συγγραφέας συνδέει την εμπορία με τον «μεταμοσχευτικό τουρισμό» που έχει αρχίσει να λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις και επισημαίνει ότι ακόμη και αν η παράσυρση των θυμάτων μέσω του Διαδικτύου δεν μπορεί να αποδειχθεί στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ως ένδειξη για το είδος της χρήσης του Διαδικτύου που συνδέεται με την εμπορία οργάνων, κυρίως ως εργαλείο διαφήμισης και ως μέσο για την προσέλκυση δυνητικών αγοραστών των οργάνων αυτών, που προφανώς έχουν αφαιρεθεί παράνομα (δεδομένου ότι η νόμιμη διαδικασία της μεταμόσχευσης οργάνων δεν πρέπει να συνδέεται με χρηματικό αντάλλαγμα).
Η συγγραφέας προβαίνει σε μια τυπολογία του modus operandi των δραστών που τους κατατάσσει ανάλογα με τη μέθοδο παράσυρσης, τη μεταφορά ή όχι των θυμάτων, το είδος της χρήσης του Διαδικτύου, την προσωπική τους ανάμιξη στην εκμετάλλευση και το επίπεδο σχέσης με εγκληματικά δίκτυα.
Στη συνέχεια επιχειρεί μια ταξινόμηση των θυμάτων που θεωρεί ότι κι αυτά ενδέχεται να συμβάλουν στη θυματοποίησή τους. Θεωρεί επίσης σημαντικό και τον ρόλο των χρηστών των υπηρεσιών των θυμάτων, αλλά και των «διευκολυνόντων», όπως των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των ΜΜΕ που συχνά φιλοξενούν παραπλανητικές διαφημίσεις ή αγγελίες. Ωστόσο, ο ρόλος των τελευταίων δεν τεκμηριώνεται και πρέπει να διερευνηθεί πιο διεξοδικά.
Από την εξέταση του εθνικού και υπερεθνικού νομοθετικού πλαισίου (της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης), η συγγραφέας καταλήγει ότι ο παγκόσμιος χαρακτήρας του ηλεκτρονικού εγκλήματος, η έλλειψη ομοιόμορφης νομοθεσίας και σε μερικές χώρες η σχεδόν ανύπαρκτη ρύθμιση ζητημάτων του Διαδικτύου, δυσκολεύει τη δίωξη δεδομένου ότι, αφενός ανακύπτουν προβλήματα ορολογίας και σύγκλισης νομοθεσίας και αφετέρου στη τέλεση του εγκλήματος συνδέονται περισσότεροι συμμέτοχοι (φυσικά και νομικά πρόσωπα) σε παγκόσμια κλίμακα, περιπλέκοντας τα ζητήματα συμμετοχής, δικαιοδοσίας και συνεργασίας των αρχών, αλλά και καθορισμού του τόπου τέλεσης του εγκλήματος.
Σχετικά με τη δίωξη της εμπορίας που σχετίζεται με τον κυβερνοχώρο η συγγραφέας επισημαίνει αρκετά προβλήματα, όπως σχετικά με τη συλλογή των αποδείξεων, ή την ανυπαρξία ομοιόμορφου νομοθετικού πλαισίου για το κυβερνοέγκλημα, αλλά και της αδυναμίας άρσης του απορρήτου επικοινωνίας στα πλημμελήματα.
Η συγγραφέας καταλήγει στο ότι ο δράστης που χρησιμοποιεί το Διαδίκτυο για να παρασύρει θύματα εμπορίας ανθρώπων μπορεί να επιφέρει τα εγκληματικά του αποτελέσματα σε παγκόσμια κλίμακα, πλήττοντας την ίδια στιγμή ένα αδιευκρίνιστο αριθμό θυμάτων ταυτοχρόνως σε διαφορετικούς τόπους. Θεωρεί επίσης, ότι η χρήση του Διαδικτύου έχει μεταλλάξει τις σχέσεις θύματος-δράστη με την έννοια ότι, επειδή συχνά το θύμα δεν γνωρίζει τον δράστη, δεν υπάρχει πια και η παραδοσιακή αντιπαράθεση δράστη-θύματος και κατά συνέπεια αφενός η θυματοποίηση σε μερικά εγκλήματα είναι πιο «ύπουλη», αφού ο δράστης είναι αόρατος και αφετέρου το θύμα δεν μπορεί να βοηθήσει άμεσα τις διωκτικές αρχές με περιγραφή υπόπτου, κ.λπ.
Επισημαίνει την ανάγκη ομοιόμορφου νομοθετικού πλαισίου, η έλλειψη του οποίου δημιουργεί προβλήματα τόσο σε επίπεδο ορισμού ορισμένων συμπεριφορών, όσο και σε επίπεδο έρευνας και συλλογής αποδεικτικού υλικού. Η αντιμετώπιση αυτού του είδους της εγκληματικότητας δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή αποσπασματικά ως ένα περιφερειακό ζήτημα ποινικής καταστολής, αλλά ως ζήτημα που λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του έχει ευρύτερη σημασία για το Ποινικό Δίκαιο και την Αντεγκληματική Πολιτική. Επίσης απαιτείται σφαιρική και διεπιστημονική αντιμετώπιση των θεμάτων που πρέπει να ρυθμιστούν και άριστη τεχνολογική υποδομή που να επιτρέπει τη ταχύτατη επέμβαση των διωκτικών αρχών για τον εντοπισμό των δραστών και τη διαφύλαξη των στοιχείων.