Τίτλος Δημοσίευσης

Greece’s Measures for the Harmonisation of the Domestic Case-law with ECtHR Standards

Συγγραφέας

Αθανασία Π. Συκιώτου

Δημοσιευμένη έρευνα

Συντάχθηκε στην αγγλική αλλά δημοσιεύθηκε στη σερβική γλώσσα από το γραφείο του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Βελιγράδι στο ειδικό τεύχος: Council of Europe Bulletin in Belgrade, Issue: “European Court of Human Rights’ Standards and Contentious Legal Issues in National Jurisprudence”, (3-4) 2015, σσ. 7-23

Περίληψη

H συγγραφέας ξεκινά από τονίζοντας ότι το ΕΔΔΑ δεν είναι απλώς ένας μηχανισμός επίλυσης διαφορών προστασίας μεταξύ των ατόμων ως ενάγοντες και τα κράτη, αλλά είναι επίσης ένας μηχανισμός για την εναρμόνιση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η νομολογία του ΕΔΔΑ καθορίζει το περιεχόμενο των δικαιωμάτων που προβλέπεται στην ΕΣΔΑ, καθώς και τους τρόπους επίτευξης της προστασίας τους. Έτσι το ΕΔΔΑ, με την εφαρμογή ενός κοινού πλαισίου προστασίας για  όλη την Ευρώπη, δεν μπορεί -εκτός από περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων, όπου το δικαστήριο δέχεται ένα περιθώριο εκτιμήσεως (margin of appreciation)- ν’αποκλίνει από μια κοινή γραμμή. Αυτό φέρνει μερικές φορές το δικαστήριο σε σύγκρουση με τα μέλη και τα εγχώρια δικαστήρια, τα οποία δεν αντιλαμβάνονται πάντα γιατί οι αποφάσεις τους θα πρέπει ν’ανατραπούν από έναν μηχανισμό που λειτουργεί έξω από το έδαφός τους και τη λογική τους.

Στη συνέχεια η συγγραφέας αναφέρεται στα πρότυπα που θέτει το ΕΔΔΑ με τη νομολογία του. Βάσει της αρχής της υπεροχής του διεθνούς επί του εθνικού δικαίου, η ΕΣΔΑ πρέπει να υπερισχύει και ως εκ τούτου οι εθνικές αρχές έχουν καθήκον να την εφαρμόσουν. Το ΕΔΔΑ από τις διαδοχικές ερμηνείες των διατάξεων της ΕΣΔΑ εμπλουτίζει το περιεχόμενο των ουσιαστικών και δικονομικών εγγυήσεων και επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής τους. Οι περισσότερες από τις εγγυήσεις αυτές περιλαμβάνονται στην ΕΣΔΑ και τα πρόσθετα πρωτόκολλα, αλλά υπάρχουν πολλές άλλες που αντλούνται από άγραφες αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, όπως η αρχή της αναλογικότητας. Όποιες και αν είναι οι αποδεκτές παραλλαγές, αυτές εμπίπτουν στο περιθώριο εκτιμήσεως και όχι στην κυρίαρχη διακριτική ευχέρεια των μελών. Η ίδια η λέξη «περιθώριο» δηλώνει απλά ένα χώρο μεταξύ της συμμόρφωσης και μη-συμμόρφωσης, και είναι ακριβώς εκεί που ο όρος «συμβατότητα» λαμβάνει το πλήρες νόημά της, διότι δεν απαιτεί την ταυτότητα, με την έννοια της ομοιογένειας των νόμων και των εθνικών πρακτικών που είναι πολύ διαφοροποιημένη στην ενιαία ευρωπαϊκή ερμηνεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.

Σχετικά με την επιρροή της νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων από το ΕΔΔΑ, η συγγραφέας αναφέρει ότι το ΕΔΔΑ δεν έχει αρμοδιότητα να ακυρώσει την απόφαση του εθνικού δικαστηρίου, αλλά αν η νομική κατάσταση, η οποία κρίθηκε από το ΕΔΔΑ ως αντίθετη προς τη σύμβαση, συνεχίζει -πράγμα που συμβαίνει όταν η παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος της αναιρεσείουσας παραμένει σταθερή- τότε ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να ακυρώσει την εθνική απόφαση. Εν προκειμένω, το άρθ.525 (1.5) του ελληνικού κώδικα ποινικής δικονομίας προβλέπει ότι η ποινική διαδικασία πρέπει να επαναληφθεί εάν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση ενός δικαιώματος σχετικά με την ορθότητα της διαδικασίας ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόζεται. Μια παρόμοια διάταξη περιλαμβάνεται επίσης στο άρθ.105Α, του Κώδικα διοικητικής διαδικασίας.

Στο ερώτημα πώς μπορούμε να αποτρέψουμε το ΕΔΔΑ από το ν’ασχολείται συνεχώς με τις ίδιες παραβιάσεις που συμβαίνουν σε διάφορες χώρες, αν και η έννοια των προτύπων της σύμβασης είναι συχνά σαφής από προηγούμενη νομολογία του Δικαστήριου, η συγγραφέας παραπέμπει στην αρχή res interpretata που αφορά τη δέσμευση του εθνικού νομοθέτη και των δικαστηρίων να λαμβάνουν υπόψη τη σύμβαση, όπως ερμηνεύεται από το δικαστήριο του Στρασβούργου -ακόμη και σε αποφάσεις που αφορούν παραβιάσεις που έχουν γίνει σε άλλες χώρες.

Σε επόμενη ενότητα η συγγραφέας εξετάζει τα εθνικά μέτρα που έχουν ληφθεί για την αποτελεσματική εναρμόνιση της νομολογίας με αυτή του ΕΔΔΑ αφού προηγουμένως τονίσει ότι στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, οι παραβιάσεις της ΕΣΔΑ και της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας πρέπει να εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από όλα τα δικαστήρια. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι δικαστές υποχρεούνται να έχουν γνώση και να λαμβάνουν υπόψη τη νομολογία των δύο ευρωπαϊκών δικαστηρίων (ΕΔΔΑ και ΔΕΚ) και την προηγούμενη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων για συναφή θέματα. Σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου τα ελληνικά δικαστήρια σπάνια λάμβαναν υπόψη τους κανόνες της ΕΣΔΑ, σήμερα οι Έλληνες δικαστές επικαλούνται συχνά την ΕΣΔΑ και λαμβάνουν υπόψη τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τη διαμόρφωση μιας δημιουργικής νομολογίας που ανταποκρίνεται στις αρχές της ΕΣΔΑ. Αυτό είναι εμφανές από την εξέταση των νομικών θέσεων των τμημάτων, αλλά και της Ολομέλειας των ανώτατων δικαστηρίων της Ελλάδας, αλλά και των δικαστηρίων του πρώτου και δευτέρου βαθμού, που λαμβάνουν υπόψη τις αρχές της ΕΣΔΑ και προηγούμενη νομολογία του του ΕΔΔΑ.

Στις επόμενες τρεις υποενότητες αναλύεται ο ρόλος και οι δραστηριότητες της Εθνικής Σχολής δικαστών που συμβάλλουν στην καλή γνώση της νομολογίας του ΕΔΔΑ από τους μέλλοντες δικαστές ως προαπαιτούμενο για την εναρμόνιση της νομολογίας, ο ρόλος των ανώτατων δικαστηρίων της Ελλάδας και άλλα εθνικά μέτρα που συμβάλλουν στην εναρμόνιση της νομολογίας, όπως οι τράπεζες δεδομένων και οι μεταφράσεις των αποφάσεων του ΕΔΔΑ στην ελληνική.

Ιδίως για τον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο Επικρατείας, η συγγραφέας υπογραμμίζει ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εναρμόνιση της εθνικής νομολογίας.  Η νομολογία των ανώτατων δικαστηρίων χαρακτηρίζεται από την τάση να υιοθετούν ερμηνευτικές λύσεις του ΕΔΔΑ, όποτε προκύπτουν ζητήματα εφαρμογής της ΕΣΔΑ, με συχνά ευθεία αναφορά στη νομολογία του ευρωπαϊκού δικαστηρίου. Αυτό συμβάλλει στον περιορισμό του αριθμού των περιπτώσεων που παραπέμπονται το ΕΔΔΑ. Ταυτόχρονα, επιτυγχάνεται η εναρμόνιση του ελληνικού νομικού συστήματος με τις απαιτήσεις ενός ενιαίου κανόνα δικαίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενός κράτους δικαίου που απαιτεί την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως την κύρια έκφραση της δημοκρατικής προόδου.

Η συγγραφέας κλείνει με τη διαπίστωση ότι γενικά μπορεί να πει κανείς  ότι υπάρχει ένας συνεχής διάλογος μεταξύ του ΕΔΔΑ και του εθνικού δικαστή μέσα από τις δικαστικές αποφάσεις. Αυτός ο διάλογος είναι πολύ θετικός για την ενσωμάτωση του περιεχομένου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ, ιδίως σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, που αναζητά αδιαλείπτως όλο και ευρύτερους κανόνες χωρικής ισχύος.

Στο τέλος του άρθρου παρατίθεται κατάλογος με ελληνικές και ξένες βιβλιογραφικές πηγές, καθώς και συνεντεύξεων με εκπροσώπους φορέων.