Τίτλος Δημοσίευσης
La politique criminelle sur le fil
Συγγραφέας
Αθανασία Π. Συκιώτου
Μονογραφία
Στο: Ed. IRJS, coll. Les voies du droit, 2018, [σσ.458]
Περίληψη
Με τη μονογραφία αυτή στη γαλλική γλώσσα, η συγγραφέας πραγματεύεται το ζήτημα των εύθραυστων ισορροπιών και των υπερεθνικών επιρροών και πιέσεων που δέχεται η Αντεγκληματική πολιτική τόσο από δημόσιους όσο και από ιδιωτικούς φορείς και οι οποίες επιταχύνουν την ολίσθηση του φιλελεύθερου και δημοκρατικού μοντέλου της.
Η προβληματική του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από τα ακόλουθα ερωτήματα:
-Ποιες είναι οι σημερινές τάσεις της Αντεγκληματικής πολιτικής;
-Ποιες επιρροές δέχεται και ποιες είναι οι συνέπειές τους;
-Ποια η σχέση μεταξύ της ασφάλειας των προσώπων και της ασφάλειας των αγορών;
-Ποιος είναι ο ρόλος των νέων τεχνολογιών στις αποφάσεις της Αντεγκληματικής πολιτικής; και τέλος:
-Υπάρχουν τρόποι να αποφευχθεί η ολίσθηση του φιλελεύθερου και δημοκρατικού μοντέλου της Αντεγκληματικής πολιτικής, ή μήπως πρόκειται για μη αναστρέψιμο ολίσθημα προς ένα ολοκληρωτικό μοντέλο;
Στο πρώτο μέρος της μονογραφίας με τον τίτλο «Fluctuat nec(dum) mergitur»: από την ‘ανώδυνη’ στην ‘επώδυνη’ Αντεγκληματική πολιτική», η συγγραφέας κάνοντας λογοπαίγνιο με το έμβλημα των Παρισίων (: «Fluctuat nec mergitur»= «κλυδωνίζεται αλλά δεν βυθίζεται»), παρομοιάζει την Αντεγκληματική πολιτική με την ιατρική, που ανάλογα με την ασθένεια οι απαντήσεις της κυμαίνονται ανάμεσα σε ‘ανώδυνες’ θεραπείες και σε ‘επώδυνες’. Ως ‘ανώδυνη’ Αντεγκληματική πολιτική η συγγραφέας θεωρεί την λιγότερη (ή καθόλου) παρέμβαση του ποινικού δικαίου, ενώ ως ‘επώδυνη’ την αυστηρότερη καταστολή.
Η συγγραφέας αναρωτιέται αν η Αντεγκληματική πολιτική έχει χάσει τον στόχο της ή αν είναι το Δίκαιο που έχει αλλάξει περιεχόμενο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Για τη συγγραφέα, ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι μόνο ότι χάνεται το φιλελεύθερο μοντέλο της Αντεγκληματικής πολιτικής, αλλά ότι το οικοδόμημα του Δικαίου με την ιδέα της δικαιοσύνης, καταρρέει επίσης. Για ποιο δίκαιο μιλάμε τότε; Η συγγραφέας θεωρεί ότι η Αντεγκληματική πολιτική, το ίδιο το κράτος και η Δημοκρατία έχουν υποκύψει στους κανόνες της παγκοσμιοποίησης υπό μια οικονομική κρίση προκαλούμενη από το νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος, όπως φαίνεται, καθορίζει πλέον όλες τις επιλογές και τις απαντήσεις σε επίπεδο Δικαίου.
Η συγγραφέας παρατηρεί ακριβώς, ότι η έννοια της ποινής ως «malum passionis» δεν έχει πλέον περιεχόμενο παρά μόνο για ορισμένους εγκληματίες και σημειώνει ότι υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Από τη μία πλευρά, παρατηρείται αυξημένη καταστολή για ορισμένους τύπους εγκληματιών (π.χ. τρομοκράτες), αλλά από την άλλη, όχι μόνο δεν υπάρχει καταστολή, αλλά ούτε καν παρέμβαση του ποινικού συστήματος, όταν πρόκειται για εγκλήματα που τελούνται από μεγάλους οικονομικούς φορείς, όπως οι πολυεθνικές.
Η συγγραφέας θεωρεί ότι σε εθνικό επίπεδο, ο νομοθέτης έχει πλέον πολύ μικρή επιλογή: μπορεί να τονίσει την κυριαρχία του κράτους, μόνο στο πλαίσιο που του επιτρέπουν οι αποφάσεις που λαμβάνονται από υπερεθνικά όργανα. Οι επιλογές της Αντεγκληματικής πολιτικής οδεύουν συχνά προς τη μη-παραγωγή κανόνων του ποινικού δικαίου, καθώς όλο και περισσότερες διαφορές επιλύονται σε επίπεδο διαιτησίας, συνδιαλλαγής ή αυτορρύθμισης.
Η συγγραφέας παρατηρεί μια βαθμιαία «ομογενοποίηση» του δικαίου, ανάμεσα στους κλάδους του, ιδίως μεταξύ ποινικού και αστικού με συνέπεια την «αστικοποίηση» του ποινικού δικαίου, που θεωρεί συνέπεια της αμερικανοποίησης του δικαίου και τα ασαφή όρια της ποινικής ευθύνης, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με την έννοια του κινδύνου που έχει περισσότερο την έννοια ενός αντικειμενικού «ρίσκου».
Στη συνέχεια, η συγγραφέας εξετάζει το ζήτημα της μηδενικής ανοχής και της Αντεγκληματικής πολιτικής του «ρίσκου». Στο όνομα της αρχής της προφύλαξης, που μεταφέρθηκε στο ποινικό δίκαιο από το δίκαιο του περιβάλλοντος και της ασφάλισης κινδύνων, η συγγραφέας διαπιστώνει την εγκατάλειψη της αρχής της υπαιτιότητας του δράστη και της ελεύθερης βούλησής του. Ενώ κάτι τέτοιο γίνεται δεκτό για τους ακαταλόγιστους εγκληματίες (ψυχοπαθείς), η αντικειμενοποίηση της υπαιτιότητας στο ποινικό δίκαιο οδηγεί σε μια διαχειριστική λογική τόσο στον έλεγχο του εγκλήματος, όσο και στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, η λειτουργία της ποινής αποκτά ένα χαρακτήρα ολοένα και πιο ωφελιμιστικό στο πλαίσιο της άμυνας της κοινωνίας απέναντι σε μια εγκληματικότητα, της οποίας οι σκληρές μορφές αντέχουν σε κάθε μέτρο. Στόχος της τάσης αυτής είναι η εξουδετέρωση της επικινδυνότητας των εγκληματιών και όχι η επανένταξη τους.
Στο δεύτερο μέρος της μονογραφίας, υπό τον τίτλο «Οι υπερεθνικές επιρροές στην εθνική Αντεγκληματική πολιτική: παγκοσμιοποιημένη ή οικουμενική Αντεγκληματική πολιτική», η συγγραφέας προσεγγίζει διάφορους τύπους υπερεθνικών επιρροών στη νομοθετική, στη δικαστική και εκτελεστική εξουσία και διακρίνει τις συνέπειες τους σε ‘θετικές’ ή ‘ανώδυνες’ και ‘αρνητικές’ ή ‘επώδυνες’. Ως ‘θετικές’ συνέπειες θεωρεί η συγγραφέας τις προστατευτικές των δικαιωμάτων και εγγυήσεων, ενώ στις ‘αρνητικές’ κατατάσσει αυτές που, αφενός προς όφελος των συμφερόντων της αγοράς και αφετέρου προς όφελος της ασφάλειας, περιορίζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των ατόμων.
Στο τρίτο κεφάλαιο του δευτέρου μέρους, υπό τον τίτλο «Οι νέες τεχνολογίες στην υπηρεσία της Αντεγκληματικής πολιτικής», η συγγραφέας σε δύο ενότητες επιχειρεί να καταδείξει πώς η τεχνολογία και το έγκλημα τρέχουν πιο γρήγορα από το Δίκαιο που αντιδρά πάντα δεύτερο, καθιστώντας την Αντεγκληματική πολιτική και εξ αυτού του λόγου εύθραυστη. Η συγγραφέας τονίζει ότι πέρα από την τεχνολογία στο τομέα των επικοινωνιών, για τις υπόλοιπες τεχνολογίες ελάχιστα είναι γνωστά και ακόμη πιο ελάχιστα έχουν αποτελέσει αντικείμενο ρύθμισης από πλευράς (διεθνούς) δικαίου, όπως σε σχέση με τη βιοηθική, τη βιοτεχνολογία ή τη νανοτεχνολογία.
Η συγγραφέας θεωρεί ότι η παγκοσμιοποίηση καταστρέφει τη συνοχή του εθνικού δικαίου, ενώ η αποσπασματοποίηση της προστασίας των δικαιωμάτων εμποδίζει την παγκόσμια συνοχή: τεχνολογικές αμφισημίες, αντιθέσεις αγορών, ασυμφωνίες στην προστασία των εννόμων αγαθών δεν συμβάλλουν σ’αυτή τη συνοχή. Θεωρεί απαραίτητο όσο και επείγον να βρεθεί ένα νέο εργαλείο συνοχής.
Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Υπάρχει αποτελεσματικό φάρμακο;», η συγγραφέας εξετάζει αν η ολίσθηση του φιλελεύθερου και δημοκρατικού μοντέλου επιδέχεται «ίασης». Στις δύο ενότητες του κεφαλαίου η συγγραφέας επιχειρεί ν’απαντήσει στο ερώτημα αν στην παγκοσμιοποιημένη Αντεγκληματική πολιτική μπορεί ν’αντιταχθεί μια οικουμενική αντίστοιχα, με την έννοια ενός οικουμενικού δικαίου, ενός πραγματικού jus commune.
Τελικά, η συγγραφέας καταλήγει στο ότι αν κοιτάξουμε την Αντεγκληματική Πολιτική σε παγκόσμιο επίπεδο, βλέπουμε ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι ισορροπιών μεταξύ ποικίλων πιέσεων και συμφερόντων που στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν υπακούν στο Δίκαιο και στην ιδέα της Δικαιοσύνης, αλλά στα συμφέροντα των αγορών. Θεωρεί ότι μπορεί να είμαστε μακριά ακόμη από ένα οικουμενικό μοντέλο της Αντεγκληματικής Πολιτικής, ωστόσο αρχίζει να διαφαίνεται μια αλλαγή πορείας με στόχο να επέλθει ισορροπία ανάμεσα στην προστασία των οικονομικών και ατομικών δικαιωμάτων. Το στοίχημα είναι να διατηρηθούν οι εγγυήσεις, τα δικαιώματα και οι ελευθερίες συμπλέοντας μαζί με την προστασία της οικονομίας. Η συγγραφέας διαπιστώνει ότι ο ρόλος του υπερεθνικού δικαστή είναι καθοριστικός σ’αυτή την ισορροπία.