Τίτλος Δημοσίευσης
Le mouvement de dépénalisation en France et en Grèce: l´alternative administrative
Συγγραφέας
Αθανασία Π. Συκιώτου
Μονογραφία
(βασισμένη στην διδακτορική διατριβή της συγγραφέως). Συνέκδοση των εκδ. οίκων Bruylant και Αντ. Σάκκουλα, (σσ.454), 1997.
Περίληψη
Η ανωτέρω μονογραφία που αποτελεί ενημερωμένη (μέχρι τον Αύγουστο 1997) έκδοση της διδακτορικής μου διατριβής παραγματεύεται τη σύγκριση μεταξύ ποινικής και διοικητικής κύρωσης και των φαινομένων που δημιουργούνται με την σώρευση ή αντικατάσταση της ποινικών κυρώσεων από διοικητικές σε ορισμένους τομείς του δικαίου σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδα. Η σύγκριση επιχειρείται κυρίως μεταξύ του ποινικού και διοικητικού δικαίου και πραγματοποιείται κατ’αρχάς μεταξύ εθνικού δικαίου Γαλλίας και Ελλάδος και στη συνέχεια μεταξύ αφ’ενός των εθνικών δικαίων των δύο χωρών και αφ’ετέρου του ευρωπαϊκού δικαίου (κοινοτικού και Συμβουλίου της Ευρώπης). Παράλληλα, εξετάζονται ζητήματα ουσιαστικού ποινικού δικαίου και ποινικής δικονομίας, διοικητικού, συνταγματικού, κοινοτικού/ ευρωπαϊκού δικαίου, αλλά και φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας του δικαίου, και εξετάζονται επί μέρους θέματα στο φορολογικό και τελωνειακό δίκαιο, στο εμπορικό (κυρίως δίκαιο ανταγωνισμού και αγορανομικό), χρηματιστηριακό, χωροταξίας και περιβάλλοντος, εργατικό και δίκαιο της ραδιοτηλεόρασης.
Η μονογραφία ξεκινά με την ανάλυση των εθνικών δικαίων κυρίως κάθε κλάδου του οποίου οι παραβάσεις τιμωρούνται με ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις ή/και με σώρευση των δύο κυρώσεων. Ως χαρακτηριστικοί τομείς για τις δύο υπό μελέτη χώρες κρίνονται οι του φορολογικού/τελωνειακού δικαίου, δικαίου του ανταγωνισμού, χρηματιστηριακού, περιβάλλοντος και χωροταξίας, και ραδιοτηλεόρασης, που παρουσίαζουν το φαινόμενο της αντικατάστασης ποινικών με διοικητικές κυρώσεις ή σώρευσης διοικητικών και ποινικών κυρώσεων.
Στο εισαγωγικό κεφάλαιο, υπό τον τίτλο Προσέγγιση του φαινομένου της αποποινικοποίησης, οριοθετείται η μελέτη και δίδεται ο ορισμός των φαινομένων που δημιουργούναι με την αντικατάσταση των ποινικών από διοικητικές κυρώσεις. Διαχωρίζονται οι διοικητικές κυρώσεις από τα διοικητικά μέτρα και τις πειθαρχικές κυρώσεις, καθώς και από άλλες έννοιες που ενδέχεται να συγχέονται με την έννοια και φύση της διοικητικής ή της ποινικής κύρωσης.
Σχετικά με το φαινόμενο που μελετάται -της αντικατάστασης των ποινικών από διοικητικές κυρώσεις- θεωρώ ότι στην περίπτωση αντικατάστασης των ποινικών από διοικητικές κυρώσεις, ή στην πλήρη κατάργηση ενός ποινικού αδικήματος, ο όρος απεγκληματοποίηση και αποποινικοποίηση ταυτίζονται, αφού εξερχόμενη από τον χώρο του ποινικού δικαίου, μια συμπεριφορά παύει να θεωρείται έγκλημα και να τιμωρείται αντίστοιχα με ποινικές κυρώσεις. Ωστόσο, όταν πρόκειται για αδίκημα διοικητικό η πλήρης κατάργηση των κυρώσεων δεν μπορεί να αποδοθεί με τον όρο απεγκληματοποίηση, αφού αυτός ο όρος αποδίδει μόνο την έξοδο της συμπεριφοράς από τον ποινικό χώρο. Προς καλύτερο διαχωρισμό του φαινομένου της πλήρους καταργήσεως (και αντίστοιχα αναγνώρισης) μιας συμπεριφοράς που μέχρι πρότινος εθεωρείτο αδίκημα (ποινικό ή διοικητικό), από το φαινόμενο της αντικατάστασης μόνο των κυρώσεών της (και άρα την μετατροπή της από ποινικό σε διοικητικό αδίκημα), προτείνω -ένα δικό μου όρο- στην πρώτη περίπτωση τον όρο désinfractionnalisation (που θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά με τον όρο απoαδικηματοποίηση ή αποπαραβατοποίηση) ενώ στην δεύτερη, προτείνω να διατηρηθεί ο όρος αποποινικοποίηση. Τα αντίθετα φαινόμενα της εισόδου μιας συμπεριφοράς στον κυρωτικό χώρο (ποινικό ή διοικητικό) ή της αντικατάστασης των διοικητικών με ποινικές κυρώσεις, θα πρέπει να αποδοθούν με τους όρους infractionnalisation (αδικηματοποίηση / παραβατοποίηση) και ποινικοποίηση (ή εγκληματοποίηση), αντίστοιχα.
Για πρώτη φορά με τη μονογραφία αυτή επιχειρείται κατάταξη των φαινομένων που εμφανίζονται με την αντικατάσταση ή την σώρευση κυρώσεων ποινικών και διοικητικών και μελέτη πεδίου για καταγραφή του είδους των κυρώσεων σε κάθε κλάδο τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη (de jure – de facto), τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα. Για την Ελλάδα η έρευνα αποτελεί κατ’εξοχήν έρευνα πεδίου, διότι το ζήτημα αυτό δεν έχει αντιμετωπισθεί καθόλου μέχρι σήμερα και ως εκ τούτου δεν υπάρχει σχετική βιβλιογραφία. Ανάλογα, εάν παρατηρείται αντικατάσταση ποινικών από διοικητικές κυρώσεις, σώρευση ποινικών με διοικητικές κυρώσεις ή ακόμη κατάργηση κάθε είδους κύρωσης στην θεωρία ή στην πράξη, επιχειρώ κατάταξη των φαινομένων αυτών σε κατηγορίες δίνοντας ορισμούς που για πρώτη φορά προτείνονται με τη μονογραφία αυτή:
–Αποποινικοποίηση de jure: νομοθετική αντικατάσταση των ποινικών με διοικητικές κυρώσεις ή κατάργηση των ήδη συρρεουσών με διοικητικές.
–Αποποινικοποίηση de facto: αντικατάσταση στην πράξη των ποινικών από διοικητικές κυρώσεις ή κατάργηση των ποινικών που συνέρεαν με διοικητικές χωρίς επέμβαση του νομοθέτη.
–Οιονεί αποποινικοποίηση de jure: έμμεσο φαινόμενο που αναπτύσσεται όταν ο νομοθέτης προβλέπει σώρευση ποινικών με διοικητικές κυρώσεις ιδίου τύπου (χρηματικές), παράλληλα όμως ευνοεί την διοικητική κυρωτική εξουσία δίδοντας την δυνατότητα με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ν’ αποκλείεται μέρος της ποινικής κύρωσης που επιβάλλεται πάντα δεύτερη. Το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί κυρίως στον τομέα του δικαίου του χρηματιστηρίου της Γαλλίας.
–Οιονεί αποποινικοποίηση de facto: φαινόμενο που προκύπτει από την εξουσία που παρέχει ο νομοθέτης στην Διοίκηση να επιλέξει μεταξύ ποινικής ή διοικητικής κυρωτικής διαδικασίας (κυρίως για την Γαλλία με το φαινόμενο των συμβιβαστικών επιλύσεων των διαφορών δυναμένων να οδηγήσουν σε παύση ή μη άσκηση της ποινικής δίωξης).
Η μονογραφία περιλαμβάνει δύο μέρη. Το πρώτο μέρος υπό τον τίτλο Περιγραφή του φαινομένου: από την σώρευση των κυρώσεων στην πραγματική αποποινικοποίηση, το δίλημμα μεταξύ ποινικής και διοικητικής κύρωσης περιγράφει το φαινόμενο της αποποινικοποίησης -έτσι όπως έχει οριστεί στην εισαγωγή, δηλαδή της διαδικασίας αντικατάστασης του συστήματος των ποινικών κυρώσεων από άλλο σύστημα κυρώσεων (εδώ των διοικητικών)- τόσο στην θεωρία όσο και στην πράξη. Στο πρώτο μέρος παρατηρείται ότι περισσότερο από ένα σύστημα αντικατάστασης ποινών, οι νομοθέτες (τόσο ό Γάλλος όσο και ο Ελληνας) υιοθετούν ένα σύστημα σώρευσης κυρώσεων (ποινικών και διοικητικών), που στην πράξη όμως τείνει να καταλήξει στην αντικατάσταση των ποινικών από διοικητικές κυρώσεις, χάρη σε μηχανισμούς που ήδη έχει προβλέψει ο ίδιος ο νομοθέτης όπως των συμβιβαστικών επιλύσεων των διαφορών με την Διοίκηση (transaction), δυνάμενων να οδηγήσουν σε παύση της ποινικής δίωξης ή σε μη άσκησή της. Εξ ού και η παρατηρούμενη διάσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης. Αναλύονται όσοι τομείς έχουν χαρακτηριστικές διατάξεις σωρευτικών κυρώσεων (ποινικών και διοικητικών), και διακρίνονται από αυτούς με τους οποίους θα μπορούσαν να αναμειχθούν, που όμως παρουσιάζουν μόνο σώρευση μεταξύ ποινικών κυρώσεων και διοικητικών μέτρων. Στην πράξη παρατηρείται το φαινόμενο της οιονεί αποποινικοποίησης de facto, λόγω της ήδη προβλεφθείσας από τον νομοθέτη συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών με την Διοίκηση που μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την παύση της ποινικής δίωξης ή την μη άσκησή της. Από την έρευνα μου κατέληξα στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα το φαινόμενο αυτό παρατηρείται μόνο στον φορολογικό και τελωνειακό τομέα, ενώ στη Γαλλία εμφανίζεται -εκτός από αυτούς τους τομείς- και σε πληθώρα άλλων, όπως και στον τομέα προστασίας του περιβάλλοντος. Η διαφορά με το ελληνικό δίκαιο σ’αυτό το σημείο έγκειται στο ότι ενώ στην Γαλλία ο συμβιβασμός με την Διοίκηση θεωρείται ως ένας τρόπος παύσεως της ποινικής διώξεως, στην Ελλάδα το σύστημα αυτό δεν εμφανίζεται παρά εξαιρετικά και σε δύο μόνο τομείς (φορολογικό και τελωνειακό), επειδή τούτο εμποδίζεται κυρίως από την αρχή της νομιμότητας της κατηγορίας που δεν επιτρέπει την κατά την κρίση του Εισαγγελέως κίνηση ή παύση της ποινικής δίωξης.
Από την μελέτη των διαφόρων τομέων του γαλλικού και ελληνικού δικαίου προκύπτει ότι το φαινόμενο της αποποινικοποίησης στην Ελλάδα και στην Γαλλία είναι ακόμη μειωμένης εκτάσεως, αντίθετα από την Γερμανία, Ιταλία και Πορτογαλία, που έχουν υιοθετήσει επισήμως ένα σύστημα αντικατάστασης των ποινικών από διοικητικές κυρώσεις.
Το δεύτερο κομμάτι του πρώτου μέρους είναι αφιερωμένο στην προσπάθεια ανεύρεσης κριτηρίου διαχωρισμού μεταξύ της ποινικής και διοικητικής κύρωσης και επιλογής τους από τον νομοθέτη. Αναλύονται οι διάφορες θεωρίες περί διαφορετικής φύσεως του αδικήματος και της ποινής και παρουσιάζονται τα κριτήρια περί βαρύτητας της ποινής και περί αποτελεσματικότητας και δυνατότητας εφαρμογής της, που είναι βασικά κριτήρια για την επιλογή της κύρωσης από τον νομοθέτη. Απορρίπτοντας κριτήρια αποκλειστικώς ποσοτικά ή ποιοτικά, καταλήγω ότι δεν υπάρχει ένα κριτήριο, αλλά ένα σύνολο κριτηρίων και διαφορετικών παραγόντων που πρέπει να καθοδηγήσουν τον νομοθέτη στην καλύτερη επιλογή κύρωσης και που, σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να λειτουργούν ως κριτήρια διαχωρισμού -γιατί ποτέ δεν θα μπορέσουν να υπάρξουν σαφή όρια διαχωρισμού της μίας από την άλλη κύρωση- αλλά ως κριτήρια εκλογίκευσης της επιλογής των ποινών από τον νομοθέτη. Λαμβάνοντας υπ’όψη την παραδοσιακή θεωρία ενός ποινικού δικαίου βασιζόμενου στην ιδέα της δικαιοσύνης (αναλογικότητα της αντίδρασης/κύρωσης στην βαρύτητα της συμπεριφοράς) και της χρησιμότητας της ποινής (προσαρμογή της αντίδρασης/κύρωσης στην συγκεκριμένη περίπτωση και δυνατότητα υλοποίησής της), ο νομοθετης εκτιμώντας -εκτός από το είδος του προσβαλλομένου αγαθού, την βαρύτητα του αδικήματος, την έκταση της προκληθείσας ζημίας, και τον τρόπο τελέσεως του αδικήματος- και άλλες παραμέτρους όπως την αποτελεσματικότητα και δυνατότητα εφαρμογής της προτεινόμενης κύρωσης, μπορεί -δημιουργώντας μια διαβάθμιση προτεινομένων λύσεων- να καταλήγει in concreto στην πλέον κατάλληλη κύρωση. Για τον Ελληνα νομοθέτη, βέβαια, είναι φανερό, ότι οι επιλογές του είναι λιγώτερο προϊόν μελέτης και περισσότερο αποτέλεσμα συγκυριακής πολιτικής. Το ερώτημα πού τίθεται από την άποψη της αντεγκληματικής πολιτικής είναι πώς ελέγχονται εκάστοτε οι επιλογές του κάθε νομοθέτη.
Στο δεύτερο μέρος υπό τον τίτλο Έλεγχος του φαινομένου: τα όρια που τίθενται από τις εγγυήσεις του εσωτερικού και του υπερεθνικού δικαίου, αναπτύσσονται οι μορφές ελέγχου των επιλογών του νομοθέτη. Ειδικότερα απαντάται το ερώτημα αν οι διοικητικές κυρώσεις μπορούν να οριοθετηθούν και πώς. Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στις εγγυήσεις και στις αρχές που πρέπει να διέπουν σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο την επιλογή των διοικητικών κυρώσεων. Επιμένοντας στο ερώτημα κατά πόσο οι αρχές που διέπουν το ποινικό δίκαιο μπορούν να μεταφερθούν -ή μήπως είναι ήδη γνωστές- και στο διοικητικό σύστημα κυρώσεων, μελετάται η συνταγματική και διοικητική θεωρία και νομολογία των δύο χωρών σε σύγκριση με την αντίστοιχη ποινική και παράλληλα τη νομολογία του ΔΕΚ και του ΕυρΔΔΑ, που διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο στην διαμόρφωση των επιλογών του εθνικού νομοθέτη. Στο ερώτημα αν οι πιέσεις που δέχονται οι νομοθέτες από το κοινοτικό δίκαιο και το δίκαιο που διαμορφώνεται από τη νομολογία του Συμβουλίου της Ευρώπης, τους δεσμεύουν στις επιλογές τους, η απάντηση μέσα από την μελέτη της νομολογίας του ΔΕΚ και του ΕυρΔΔΑ, αλλά και των κοινοτικών δεσμευτικών κανόνων είναι καταφατική. Στο τέλος του δευτέρου τίτλου του δευτέρου μέρους, που εξετάζει τις εγγυήσεις σε εθνικό επίπεδο, παρατίθενται σχηματικοί πίνακες των εγγυήσεων που προσφέρουν ο νόμοι σε κάθε εξεταζόμενο τομέα του δικαίου.
Στο συμπέρασμα υπό τον τίτλο Αξιολόγηση του κινήματος της αποποινικοποίησης, η μονογραφία καταλήγει στο ότι σε μια Ευρώπη που οδεύει σε κοινό “κυρωτικό” μέλλον, οι επιλογές του κάθε εθνικού νομοθέτη αποτελούν πλέον ελάχιστα “εθνικό ζήτημα”. Εξ άλλου, οι όποιες διαφορές ή ομοιότητες των κυρώσεων πρέπει να εξετάζονται έχοντας υπ’όψη ότι υπάρχουν τρια διαφορετικά περιεχόμενα της έννοιας της διοικητικής και ποινικής κύρωσης που ακόμη αντιμάχονται μεταξύ τους: άλλο περιεχόμενο έχουν αυτές οι έννοιες σε εθνικό επίπεδο, άλλο σε κοινοτικό και άλλο ακόμη κατά την έννοια του Συμβουλίου της Ευρώπης. Κατά την έννοια της νομολογίας που διαμόρφωσε το ΕυρΔΔΑ, το διοικητικό αδίκημα και συνακόλουθα η διοικητική κύρωση εντάσσονται πλέον σ’ένα διευρημένο ποινικό κυρωτικό σύστημα. Η επιλογή των διοικητικών κυρώσεων προς ελάφρυνση του κορεσμένου, πλέον, ποινικού συστήματος κρίνεται αναγκαία, ωστόσο, μόνο υπό την προϋπόθεση της μεταφοράς εγγυήσεων και αρχών από το ποινικό δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση, η μεταφορά εγγυήσεων, δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός δεύτερου ποινικού δικαίου, αλλά την καλύτερη οριοθέτηση της κυρωτικής εξουσίας της Διοίκησης και των διοικητικών αρχών -κυρίως αυτών που θεωρούνται “ανεξάρτητες”.
Η μονογραφία, τοποθετώντας το θέμα σε εθνικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο, συμβάλλει στην σφαιρική διερεύνυση του προβλήματος της αποποινικοποίησης με την επιλογή των διοικητικών κυρώσεων εντασσόμενο στην αναζήτηση ενός κοινού ευρωπαϊκού κυρωτικού δικαίου ή άλλως, ενός νέου jus commune.