Τίτλος Δημοσίευσης
Récidive: Soigner ou punir? Les dilemmes de la sûreté
Συγγραφέας
Αθανασία Π. Συκιώτου
Δημοσιευμένη έρευνα
Essais de Philosophie Pénale et de Criminologie, numéro spécial : Incriminer et protéger, Institut de Criminologie de Paris, Editions Dalloz, 2014, Vol.11, σσ. 53-82. [Η δημοσίευση βασίζεται σε εισήγηση που πραγματοποίησα την 1-3-2012 στο Πανεπιστήμιο Panthéon-Assas (Paris 2) στο πλαίσιο στρογγυλής τράπεζας με θέμα: «Récidive: soigner ou punir?»].
Περίληψη
Το άρθρο πραγματεύεται το επίμαχο και επίκαιρο ζήτημα της υποτροπής από αντεγκληματικής σκοπιάς, έτσι όπως διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του γαλλικού δικαίου μετά τις σημαντικές νομοθετικές τροποποιήσεις που έλαβαν χώρα από το 2007 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος άρθρου.
Εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι η λειτουργία της ποινής αποκτά ένα χαρακτήρα ολοένα και πιο ωφελιμιστικό στο πλαίσιο της άμυνας της κοινωνίας απέναντι σε μια εγκληματικότητα, της οποίας οι σκληρές μορφές αντέχουν σε κάθε μέτρο, καταδεικνύεται ότι οι ποινές οδηγούνται περισσότερο από την ιδέα της ασφάλειας της κοινωνίας παρά από αυτή της επανένταξης του εγκληματία.
Τα ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να απαντήσει η συγγραφέας είναι: μήπως οι κύριες έννοιες του ποινικού δικαίου όπως υπαιτιότητα, ενοχή και ποινή έχουν αλλάξει σήμερα περιεχόμενο. Το άρθρο διαρθρώνεται σε τέσσερις ενότητες: 1) υποτροπή και ποινή, 2) υποτροπή και επικινδυνότητα, 3) υποτροπή και μεταχείριση/θεραπεία και 4) υποτροπή και αρχή της πρόληψης.
Στην πρώτη ενότητα εξετάζονται οι γαλλικοί νόμοι α) της 10-8-2007 που υιοθέτησε ποινές-πλαίσιο (peines-planchet) για την υποτροπή, β) της 5-3-2007 που υιοθέτησε την αυτόματη κατάργηση του ευεργετήματος της ανηλικότητας σε περίπτωση υποτροπής και γ) της 25-2-2008 που εισήγαγε την αόριστη κράτηση σε κλειστό κέντρο ιατρο-κοινωνικο-δικαστικού τύπου ως μέτρο ασφαλείας για τα άτομα που καταδικάστηκαν σε κάθειρξη άνω των 15 ετών για μια σειρά από εγκλήματα με επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως για ανθρωποκτονία κατόπιν βασανιστηρίων ή με πράξεις βαρβαρότητας που παρουσιάζουν πιθανότητα αυξημένης υποτροπής και καταδεικνύουν ιδιαίτερη επικινδυνότητα προερχόμενη από σοβαρή διαταραχή της προσωπικότητας.
Οι παραπάνω νόμοι υιοθετήθηκαν μέσα σ’ένα πλαίσιο διαδοχής άκρως κατασταλτικών νόμων από το 2002 και μετά, όπου όλοι κρίθηκαν ανεπαρκείς για την αντιμετώπιση της υποτροπής. Χαρακτηριστική είναι η σαφής ρήξη μεταξύ των εννοιών υπαιτιότητας, ενοχής και ποινής στο όνομα της ασφάλειας. Σχετικά με την εισαγωγή στο κέντρο για λόγους ασφαλείας υπογραμμίζεται ότι το μέτρο δεν είναι γαλλική εφεύρεση, αλλά υιοθετήθηκε ήδη επί χιτλερικής Γερμανίας το 1933 και ισχύει μέχρι σήμερα. Σύγκριση γίνεται με τον ελληνικό θεσμό της αόριστης κάθειρξης που ωστόσο δεν εφαρμόστηκε ποτέ μέχρι σήμερα. Σημειωτέον, ότι το ΕΔΔΑ εξομοιώνει αυτού του είδους την κράτηση με κανονική φυλάκιση (σελ.66). Διαπιστώνεται ότι το ποινικό δίκαιο βρίσκεται σε διαδικασία μετάλλαξης (σελ.66).
Στη δεύτερη ενότητα η συγγραφέας θεωρεί με αυτές τις τροποποιήσεις το γαλλικό δίκαιο επιστρέφει στις θεωρίες του Lombroso και Garofalo. Στον νόμο του 2008 η συγγραφέας διαπιστώνει ασάφεια που θεωρεί ότι έχει προκληθεί από τη διάκριση μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής ευθύνης (σελ.71). Με τον νόμο αυτό εξομοιώνονται όλοι οι επικίνδυνοι εγκληματίες με τους ψυχοπαθείς που δεν έχουν ελεύθερη βούληση. Από άγχος για να προστατεύσει τα θύματα σοβαρών εγκλημάτων ο γάλλος νομοθέτης προέβη σ’αυτή την γκροτέσκα κατασκευή.
Στην τρίτη ενότητα εξετάζεται η υποτροπή σε σχέση με τη μεταχείριση και ιδίως τη θεραπεία. Η συγγραφέας υπογραμμίζει ότι εάν επρόκειτο μόνο για παιδόφιλους βιαστές η διάγνωση και μεταχείριση της επικινδυνότητάς τους ίσως να ήταν πιο εύκολη γιατί αυτοί θα παραπέμπονταν ενδεχομένως για θεραπεία (σελ.72). Ωστόσο, το να θεωρεί ο νομοθέτης μια σειρά από εγκληματίες ως a priori ψυχοπαθείς είναι άκρως ανησυχητικό και παραπέμπει σε θεωρίες της θετικιστικής Σχολής.
Στην τέταρτη ενότητα η συγγραφέας θεωρεί ότι γίνεται σύγχυση της πρόληψης ως έννοιας του ποινικού δικαίου με την αρχή της πρόληψης στο αστικό δίκαιο με συνέπεια να βρισκόμαστε προ μιας αστικοποίησης του ποινικού δικαίου, αλλά και μιας αντικειμενοποίησης του ανθρώπου, με την έννοια ότι η πρόληψη στο αστικό δίκαιο αναφέρεται σε αντικείμενα (σελ. 76). Η συγγραφέας παρατηρεί ότι ο εγκληματίας βαθμιαία και συνεχώς υποβιβάζεται: στην αρχή σε «εχθρό» που χάνει την ιδιότητα του «προσώπου» για το δίκαιο και έτσι εξομοιώνεται με το ζώο, και σταδιακά σε καθαρό αντικείμενο. Τούτο είναι αντίθετο με τη νομολογία του ΕΔΔΑ που έχει κρίνει ότι ο εγκληματίας όσο σοβαρός κι αν είναι δεν χάνει ποτέ την ιδιότητα του προσώπου ενώπιον του Δικαίου.
Στη συνέχεια αναρωτιέται η συγγραφέας μήπως πρέπει να επαναπροσδιοριστεί το Δίκαιο με την προϋπόθεση ότι πρέπει πρώτα να αποφασίσουμε τι είδους Δίκαιο θέλουμε να έχουμε (σελ.78-80). Είναι σαφές ότι οι επιλογές του νομοθέτη δείχνουν ότι δεν βασίζονται σε θεμέλια ενός φιλελεύθερου και δημοκρατικού μοντέλου Αντεγκληματικής πολιτικής. Ο γάλλος νομοθέτης σωρεύει μεταρρυθμίσεις τη μια μετά την άλλη χωρίς να αξιολογεί την εφαρμογή τους.
Το παραπάνω πρόβλημα δεν είναι τυπικά γαλλικό (σελ.81). Η συγγραφέας σημειώνει ότι αυτό παρατηρήθηκε μετά τα γεγονότα της 11-9-2001 που προκάλεσαν την άνοδο μιας κατασταλτικότερης Αντεγκληματικής πολιτικής σε παγκόσμια κλίμακα η οποία δεν έμεινε μόνο στον τομέα της τρομοκρατίας, αλλά επεκτάθηκε σε όλες σχεδόν τις μορφές της σοβαρής εγκληματικότητας.
Καταλήγοντας, η συγγραφέας διαπιστώνει ότι η Εγκληματολογία μετατράπηκε σε αστυνομική επιστήμη και πολεμική στρατηγική που δημιουργεί προφίλ επικίνδυνων με σκοπό να τους καταστήσει ακίνδυνους εξουδετερώνοντάς τους. Ο κοινωνικός έλεγχος που βασίζεται μόνο στην επικινδυνότητα στο όνομα της κοινωνικής προφύλαξης έχει αναβιώσει τις ιδέες της θετικιστικής Εγκληματολογίας. Έχουμε καταστεί μια κοινωνία συνεχούς επίβλεψης βασιζόμενη στον φόβο και στην υποψία και από άγχος να διασφαλίσουμε το τρίπτυχο «ελευθερία, ασφάλεια, δικαιοσύνη» χάσαμε στον δρόμο την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Περισσότερη ασφάλεια δεν μπορεί να γεννηθεί πραγματικά παρά μόνο από τον συνδυασμό πρόληψης, τιμωρίας και επανένταξης με περισσότερη έμφαση στην πρόληψη.