Τίτλος Δημοσίευσης

The European Convention of the Council of Europe on Action against Trafficking in Human Beings in Relation to the Case-law of the European Court for Human Rights on Art.4 of the ECHR and of the International Criminal Tribunal for the Former Yugoslavia on Enslavement

Συγγραφέας

Αθανασία Π. Συκιώτου

Δημοσιευμένη έρευνα

Συμβολή στον τιμητικό τόμο προς τιμήν της Αγλαΐας Τσήτσουρα, σε: M. Κρανιδιώτη (Eπιμ.), Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2009, σελ.103-140.

Περίληψη

Η μελέτη αυτή που συντάχθηκε στην αγγλική γλώσσα προς τιμήν της Αγλαΐας Τσήτσουρα που υπήρξε Διευθύντρια του γραφείου εγκληματικών υποθέσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης, παρουσιάζει σε συγκριτικό επίπεδο τις διατάξεις δύο σημαντικών υπερεθνικών κειμένων κατά της εμπορίας ανθρώπων: του Πρωτοκόλλου του ΟΗΕ του 2000 κατά της εμπορίας ιδίως γυναικών και παιδιών που συμπληρώνει τη Σύμβαση κατά του Διακρατικού Οργανωμένου Εγκλήματος του ιδίου έτους (Πρωτόκολλο του Παλέρμο) και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2005. Δεδομένου ότι στον ορισμό της εμπορίας που δίδεται από τα παραπάνω κείμενα περιλαμβάνεται τόσο η δουλεία, όσο και όλες οι μορφές εκμετάλλευσης του ανθρωπίνου σώματος, με την παρούσα μελέτη επιχειρείται μια πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα σύγκριση μεταξύ της έννοιας της εμπορίας όπως αυτή δίδεται αφενός από το Πρωτόκολλο του ΟΗΕ και τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης και αφετέρου από το άρθ.4 της ΕΣΔΑ που απαγορεύει τη δουλεία και κάθε μορφής αναγκαστική εργασία. Η σύγκριση αυτή πραγματοποιείται ταυτόχρονα υπό το πρίσμα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία για την έννοια της δουλείας. Σύμφωνα με τη νομολογία και των δύο υπερεθνικών δικαστηρίων περιλαμβάνεται και η εμπορία ανθρώπων στην παραπάνω έννοια. Εξετάζεται και αναλύεται η πρώτη απόφαση του ΕΔΔΑ σχετικά με την έννοια της οικιακής δουλείας (Siliadin κατά Γαλλίας, 26.7.2005), όπου το ευρωπαϊκό δικαστήριο κάνει δεκτή την ειλωτεία στην υπόθεση προσεγγίζοντας για πρώτη φορά την έννοια αυτή με εκείνη της εμπορίας ανθρώπων.  Κατά παρόμοιο τρόπο αναλύεται και η νομολογία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία που προσδίδει στην έννοια της δουλείας μια πιο μοντέρνα προσέγγιση που γειτνιάζει με αυτή της εμπορίας ανθρώπων.

Παράλληλα, παρουσιάζονται και οι αδυναμίες του πρωτοκόλλου του Παλέρμο σε σχέση  με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Η μελέτη καταλήγει ότι το άρθρο 4 της ΕΣΔΑ φαίνεται κατ’αρχάς να είναι ευρύτερης εφαρμογής από τα άλλα δύο κείμενα και μπορεί να τυγχάνει επικουρικής εφαρμογής σε σχέση με τα άλλα διεθνή κείμενα για την εμπορία ανθρώπων. Η συγγραφέας θεωρεί ότι περιπτώσεις που δεν μπορούν να βρουν προστασία σύμφωνα με οποιοδήποτε άλλο συγκεκριμένο κείμενο σχετικά με την εμπορία, μπορούν να τύχουν προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 4 της ΕΣΔΑ. Ωστόσο, φαίνεται ότι τελικά το άρθ.4 της ΕΣΔΑ τυγχάνει ταυτόχρονα στενής και ευρείας εφαρμογής σε σύγκριση με το πρωτόκολλο του Παλέρμο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την εμπορία ανθρώπων. Αφενός, είναι ευρύτερης εφαρμογής από τα προαναφερθέντα κείμενα, επειδή δεν περιορίζεται ούτε σε περιπτώσεις οργανωμένου ούτε διακρατικού εγκλήματος (όπως απαιτεί το Πρωτόκολλο του Παλέρμο) και έχει εφαρμογή τόσο σε υπηκόους τρίτων χωρών, όσο και σε πολίτες της συγκεκριμένης χώρας. Επίσης δεν εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις της δουλείας ή ειλωτείας με συγκεκριμένο σκοπό (σεξουαλική η εργασιακή εκμετάλλευση), αλλά έχει ευρύτερη εφαρμογή. Από την άλλη πλευρά, η εφαρμογή του άρθ.4 της ΕΣΔΑ είναι στενή, διότι δεν καλύπτει όλες τις μορφές εμπορίας (δεδομένου ότι αναφέρεται αποκλειστικά σε δουλεία, ειλωτεία και αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία) και έτσι, δεν μπορεί να καλύψει, για παράδειγμα, περιπτώσεις παράνομων υιοθεσιών ή αφαίρεσης οργάνων.  Σε σχέση με το πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών, που συμπληρώνει τη Διακρατική Σύμβαση για το οργανωμένο έγκλημα του 2000 και με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη δράση κατά της εμπορίας, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τόσο το άρθ.3 του Πρωτοκόλλου, όσο και το άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης κατά της εμπορίας, απαιτούν τη χρήση συγκεκριμένων μέσων και σκοπού που δεν απαιτούνται από το άρθ.4 της ΕΣΔΑ. Η ΕΣΔΑ θέτει ένα ευρύτερο πλαίσιο διότι απαγορεύει αυτές τις συμπεριφορές ως σοβαρή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς να αναφέρεται ρητώς στο ότι αυτές οι συμπεριφορές πρέπει να στοχεύουν στην εκμετάλλευση ενός ανθρώπου (ακόμη και αν αυτό συμβαίνει στην πλειονότητα τέτοιων συμπεριφορών).